Σαν φωτογραφία θολή, εκτός εστίασης

ΠΡΙΝ οκτώ χρόνια και κάτι μέρες με πήρε η μάμμα μου τηλέφωνο για να μου πει ότι πέθανε η Ρένα. Δε χρειαζόταν να μου πει κάτι παραπάνω, για να καταλάβω ποια Ρένα. Και το τελευταίο ίχνος απορίας μου εξαφανίστηκε ακούγοντας τη σπασμένη φωνή της, την ώρα που μου το ανακοίνωνε. Με δυσκολία μού είπε κλείνοντας πως θα πήγαιναν το βράδυ απ’ το σπίτι του Τίτου και αν ήθελα να πήγαινα κι εγώ μαζί.

Ήθελα.

Με το που μπήκα στο σπίτι, υπήρχε ήδη πάρα πολύς κόσμος. Δυνατά φώτα, σούσουρο. Έψαξα δεξιά αριστερά, είδα τους δικούς μου. Προχώρησα, αγκάλιασα τον Τίτο. Χαμογέλασα. Δε θυμάμαι να του είπα κάτι. Ούτε καν συλλυπητήρια. Ή μήπως του είπα; Πλησίασε ο παπάς μου. «Τα παιδιά είναι δίπλα», μου είπε. «Πήγαινε κι εσύ, αν θες, να δεις τις φίλες σου…»

Βγήκα έξω στον διάδρομο και πήγα ακριβώς δίπλα. Η κατάσταση εκεί ήταν διαφορετική. Πιο χαμηλός φωτισμός, πηγαδάκια, ποτά, ένας ανοιχτός υπολογιστής. Μου θύμισε άφτερ πάρτι σκηνικό, όπου έχουν μείνει μόνο οι πιο στενοί φίλοι να μαζέψουν και να κάνουν τον απολογισμό της ξέφρενης βραδιάς. Στοίχημα αν αναγνώρισα τρία ή τέσσερα άτομα.

Είδα τη Δάφνη. Ήταν με κάποιες φίλες της μαζί. Έβλεπα τον τρόπο που την πρόσεχαν. Κάθε λίγο και λιγάκι, άπλωναν το χέρι και τη χάιδευαν. Ήθελαν να την κάνουν να νιώσει καλύτερα. Η Δάφνη δεν ήθελε να νιώσει καλύτερα. Δεν ήθελε καν να την ακουμπούν.

Είδα και την Αλεξάνδρα. Ήταν όρθια και μιλούσε σε μια παρέα. Ίσως έλεγε για τις τελευταίες στιγμές, γι’ αυτά που δεν πρόλαβε να πει στη μάνα της. Από την άλλη, μου φάνηκε πως έλεγε ότι είχε προλάβει να της πει πόσο την αγαπά και πόσο θα της λείψει.

Έκανα ένα βήμα για να τους μιλήσω, αλλά οι λέξεις είχαν σκαλώσει. Δεν είχα λόγια να τους πω, κάτι χαζό ή έστω τυπικό. Κάτι, οτιδήποτε. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως δεν ανήκα εκεί. Δεν είχα πάει να συλλυπηθώ. Δεν είχα πάει ως φίλος των παιδιών, όπως νόμιζα στην αρχή. Οι φίλοι τους άλλωστε ήταν ήδη εκεί, μαζί τους. Έκανα πίσω και κυκλοφόρησα ακόμα λίγο σαν άγνωστος, ανάμεσα στον κόσμο. Συνειδητοποίησα πως τελικά είχα πάει γιατί αγαπούσα τη Ρένα. Την πιο όμορφη και χαμογελαστή φίλη των γονιών μου. Τη Ρένα που έφτιαχνε την καλύτερη «μακαρονάδα του Τίτου», που χόρευε με τον πατέρα μου κοιτάζοντας τον Τίτο κλεφτά. Γύρισα, φίλησα τη Δάφνη και την Αλεξάνδρα κι έφυγα. Δε θυμάμαι να τους είπα κάτι. Ίσως κατάφερα να πω κάτι τυπικό. Ίσως πάλι, όχι.

Τώρα, οκτώ χρόνια μετά, κάθομαι εδώ και προσπαθώ να θυμηθώ, να ανασύρω μνήμες. Αλλά όσο περνάνε τα χρόνια, ξεχνάω πράγματα. Μπερδεύω αν η Ρένα έφτιαχνε υπέροχα σουτζουκάκια ή μήπως ήταν ντολμαδάκια, αν μας κέρδιζε στα επιτραπέζια ή μήπως ήταν ο Τίτος, αν της άρεσε να κάθεται δίπλα στο τζάκι όταν βλέπαμε το White Christmas στο πατρικό μου, ή την έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ πριν καν ξεκινήσει η ταινία. Σαν να κρατάω στο χέρι μια φωτογραφία, όπου όλες οι λεπτομέρειες διακρίνονται κανονικά, εκτός από το σημείο που απεικονίζεται εκείνη. Σαν φωτογραφία, όπου εκεί ακριβώς που είναι η Ρένα, γίνεται θολή και εκτός εστίασης. Πάντως σίγουρα διακρίνω πως είναι ακόμα όμορφη και χαμογελαστή, όπως μου αρέσει να τη θυμάμαι.

Leave your Comment

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.