ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ σε μια κηδεία, ο ήρωάς μας -που αν δεν κάνω λάθος το όνομά του δεν αναφέρεται σε καμία στιγμή στο κείμενο- συναντά την Κέλλυ, μια τραγουδίστρια με την οποία ήταν τσιμπημένος σε ένα σκυλάδικο που εργαζόταν και ο ίδιος ως τσεκαδόρος και ταμίας, τον καιρό που ήταν φοιτητής. Η Κέλλυ τον αναγνωρίζει και αισθανόμενη την παρουσία του ως κάποιο θεϊκό σημάδι, αποφασίζει να του διηγηθεί την ιστορία της, στο καφενείο του νεκροταφείου.
(…) Με προσπέρασε χωρίς να στρέψει την κεφαλή της. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν διαγώνια για κλάσματα του δευτερολέπτου. Η φυσιογνωμία της μου φάνηκε οικεία. Η αλήθεια όμως είναι ότι τη μνήμη μου την κέντρισε κυρίως η αύρα του γιασεμιού που άφησε πίσω της. Αστραπιαία, το παζλ της μορφής της πήρε σάρκα και οστά. Ήταν η Κέλλυ, η πολλά υποσχόμενη μούσα του λαϊκού συνθέτη Κανέλλου Κανάκη (ή Καν-Καν), με την οποία κάποτε υπήρξα πλατωνικά τσιμπημένος. Το επώνυμό της δεν το θυμόμουν, ίσως να μην το είχα μάθει και ποτέ. Την είχα γνωρίσει όταν δούλευα τσεκαδόρος και ταμίας στο Κανόνι, το σκυλάδικο πολυτελείας του Καν-Καν, στην αρχή της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας. Είχα βρει τη δουλειά από αγγελία. Ο Καν-Καν με δοκίμασε για μια βδομάδα και είδε ότι έκοβε το μάτι μου. Γρήγορα η διαίσθησή του τον έπεισε ότι ένας ξεμαλλιασμένος φοιτητής της Νομικής, που ντυνόταν με στρατιωτικό τζάκετ και τζιν αμερικάνικο, πήγαινε στις αντιχουντικές διαδηλώσεις και καταλήψεις και με κάθε ευκαιρία άνοιγε συγκεκαλυμμένες πολιτικές συζητήσεις με τα κορίτσια του μαγαζιού, τα γκαρσόνια και το προσωπικό της κουζίνας, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον κλέψει. Έτσι, από τον πρώτο μήνα κιόλας, μου έδωσε μισθό τραπεζοϋπαλλήλου της εποχής, με πλήρη ασφάλιση ΙΚΑ. (…)
Σε πάρα πολλές συνεχόμενες σελίδες γραμμένες στο β’ πρόσωπο, η Κέλλυ εξιστορεί στον ήρωά μας το τι έγινε αφότου ο ίδιος έφυγε από το μαγαζί. Και ενώ ξεκινάει στην αρχή ως μια ερωτική ιστορία μεταξύ της ιδίας και του ιδιοκτήτη του σκυλάδικου και πρώτου ονόματος, του Καν-Καν, καταλήγει σε μια ιστορία ζήλειας, μίσους και – τελικά – εγκλήματος.
(…) «Δεν αντιλέγω, άτιμο πράγμα η ζήλια. Μ’ ανάγκαζε να ξευτιλίζομαι και την ίδια στιγμή να με μισώ, να μην μπορώ να κοιταχτώ στον καθρέφτη, να θέλω να με φτύσω. Ένιωθα, να, εδώ, βαθιά, γύρω γύρω απ’ την καρδιά μου, έναν κόμπο να μεγαλώνει και να μικραίνει και ξαφνικά να με πνίγει, να μη μ’ αφήνει να πάρω μια κανονική ανάσα, να με μουδιάζει πατόκορφα. Από την αγωνία που μ’ έπιανε, μ’ ανέβαινε η ψυχή στο στόμα. Άλλες φορές μια έξαψη με φούντωνε και μ’ έκαιγε, μέσα έξω, με παρέλυε, μέχρι που έπεφτα λιπόθυμη. Τρέλα, παιδάκι μου, σκέτη τρέλα. Ακόμα και τώρα που τα θυμάμαι και σ’ τα λέω, να, δες την τρίχα μου πώς έχει σηκωθεί… (…)
Το βιβλίο είναι πολύ καλογραμμένο και με ένα ιδιαίτερο στυλ, που με κάνει να αναζητήσω και άλλα του Λύκαρη. Καταρχάς το εύρημα που ο ήρωας ουσιαστικά κάθεται όλη την ώρα και ακούει μια ιστορία είναι εντυπωσιακό και καθόλου βαρετό. Μετά, οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας: η ζηλιάρα ερωμένη Κέλλυ, ο Μπαρμπουτζής λαϊκός συνθέτης Καν-Καν, ο Βραζιλιάνος, τσιγγάνος, πρώην νταλικέρης, μπράβος, νταβατζής και συνένοχος της Κέλλυς, η Μαρκησία πρώην φίλη και νυν αντικείμενο ζήλιας της Κέλλυς, η Γιαγιά, ο γκέι σπιούνος του Καν-Καν, ο Πάπιας, η Σάσα Κάψα, ο Ουρανός, ο Καρούμπαλος και ο Πελέκης, όλοι τους σκιαγραφημένοι εκπληκτικά.
(…) Στο σημείο αυτό μας πλησίασε πάλι η σερβιτόρα με την ξενική προσφορά. Χωρίς να ρωτήσει, άφησε στο τραπέζι μας δυο σακουλάκια κόλλυβα και είπε:
«Αυτό είναι το τελευταίο μνημόσυνο. Μετά κλείσουμε».
«Ευχαριστούμε πολύ. Φεύγουμε κι εμείς…» της απάντησα εγώ.
Η Κέλλυ δεν της έδωσε σημασία. Με ένα αβέβαιο υπαινικτικό χαμόγελο, κοίταξε ψηλά, υπό λοξή γωνία, συννέφιασε και μονολόγησε:
«Μερικές φορές, για να κάνεις το καλό, ζητάς βοήθεια από το κακό. Αχ, Παρθένα Παναγιά μου. Όλοι μας στην κόλαση θα πάμε, κι ο Κύριος, δικαίως, θα μας τσουρουφλίσει. Όσο νωρίτερα μας πάρει, τόσο λιγότερο θα αμαρτήσουμε». (…)
Αν κάτι δε μου άρεσε, είναι ίσως οι τελευταίες σελίδες που ο ήρωας προσπαθεί να βάλει σε κάποια τάξη όλα όσα άκουσε από την Κέλλυ, καθώς και να τα αξιολογήσει, κατά πόσο είναι αληθινά δηλαδή όλα αυτά που άκουσε. Προσωπικά θα μου άρεσε να τέλειωνε το βιβλίο εκεί που τέλειωσε και η αφήγηση της Κέλλυς. Συνολικά όμως είναι πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετημένη η πλοκή, οι διάλογοι είναι πολύ αληθινοί και δεν μπορείς να το αφήσεις εύκολα από τα χέρια σου.
Εκδόσεις Καστανιώτη. Βαθμολογία: 7/10
Σημείωση: Για να γράψεις αστυνομικό χρειάζεσαι ένα έγκλημα, αλλά το ανάποδο δεν είναι απαραίτητο. Έτσι η ιστορία είναι μεν νουάρ λόγω ατμόσφαιρας και εγκλήματος, αλλά δεν είναι αστυνομική.