ΜΕΓΑΛΩΣΑ στα Βριλήσσια και εκεί έμενα ουσιαστικά μέχρι πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Είχα λοιπόν μόλις κατέβει από Θεσσαλονίκη όπου σπούδαζα και επειδή είχα αφήσει κάποια μαθήματα, αποφάσισα να βρω μια προσωρινή δουλειά μέχρι να τελειώσω με το πτυχίο μου. Είχα δίπλωμα μηχανής και σκέφτηκα -γιατί όχι- να κάνω τα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα ως πιτσαδόρος ή αλλιώς ντελιβεράς.
Συχνά-πυκνά πήγαινα σε ένα συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο να αγοράσω γλυκά. Πάντα ευγενική η κυρία που το είχε, με καλωσόριζε με χαμόγελο και μιλώντας μου στον πληθυντικό όπως άρμοζε, πρότεινε τα φρέσκα γλυκά της. Μια μέρα στη δουλειά ήρθε μια παραγγελία για πίτσα από το συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο και ήταν η σειρά μου να παραδώσω. Παίρνω λοιπόν την πίτσα και πηγαίνω στο μαγαζί όπου υπήρχε ήδη κάποιος πελάτης μέσα. Η γνωστή κυρία εξυπηρετούσε με το ίδιο χαμόγελο και διάθεση όπως πάντα. Πληρώνει ο πελάτης λοιπόν και φεύγει. Γυρνάει με κοιτάει και… το χαμόγελο έσβησε:
«Καλησπέρα! Σας έφερα την πίτσα που παραγγείλατε»
«Άσε την εκεί», μου λέει και μου δείχνει έναν πάγκο.
«Μάλιστα», απαντώ.
Γιατί μου μιλάει απότομα, σκέφτηκα. Πάω να την βγάλω από τον θερμομονωτικό σάκο αλλά όπως έκανα την κίνηση, ακούμπησα με τον αγκώνα μου σε κάποια γυάλινα μπολ με καραμέλες.
«Πρόσεχε! Δε βλέπεις; Θα μου τα ρίξεις όλα κάτω;», μου λέει με ένα εντελώς θυμωμένο ύφος.
Τέλος πάντων άφησα την πίτσα, πληρώθηκα κι έφυγα (μπουρμπουάρ δεν πήρα ούτε δραχμή – θυμάμαι όλους όσους δε μου έδιναν). Στη διαδρομή πίσω αναρωτιόμουν γιατί αυτή η αλλαγή συμπεριφοράς. Όταν τελείωσα τη βάρδια μου ξαναπήγα επίτηδες πλέον για να αγοράσω λίγα εκλεράκια. Μεταμορφωμένη η κυρία με υποδέχτηκε με το γνωστό χαμόγελο και την γνωστή διάθεση για εξυπηρέτηση.
Η ανάλογη ιστορία επαναλήφθηκε όλες τις επόμενες φορές που της πήγα πίτσα. Όποτε πήγαινα ως πελάτης, με αντιμετώπιζε ως άνθρωπο. Όποτε πήγαινα ως ντελιβεράς, με αντιμετώπιζε ως σκουπίδι. Μου φάνηκε τρομερό τότε -περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν- και το γεγονός ότι έβλεπα κάποιον να έχει διαφορετικό τρόπο συμπεριφοράς αναλόγως του ποιον έχει απέναντι του π.χ. σε κοστουμαρισμένο μιλάμε στον πληθυντικό, σε άστεγο/ζητιάνο/ντελιβερά/μάστορα/φοιτητή/γκαρσόνι/υπάλληλο τράπεζας/μετανάστη κ.ο.κ στον ενικό ή στο πιο γενικό «με πληρώνεις είμαι ευγενικός, σε πληρώνω είμαι αγενής» και παράλληλα το ότι αντιμετώπιζα εγώ -ο ίδιος άνθρωπος δηλαδή- αυτή την ακραία αντίθετη συμπεριφορά, αναλόγως με ποια ιδιότητα πήγαινα εκεί. Δυστυχώς το έχω δει να συμβαίνει έκτοτε κι άλλες φορές. Πολλοί από μας είμαστε άνθρωποι μόνο όταν βλέπουμε τον άλλον ως πελάτη. Τις άλλες φορές απλώς το ξεχνάμε.
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ε, είχα ξανά μια αφορμή… 😉
Δώρο, ωραίο κομμάτι… Μια από τις κορυφαίες στιγμές του ποστ: «Θυμάμαι όλους όσους δε μου έδιναν»
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Χαχαχαχα. Ισχύει. Δε θυμάμαι ονόματα. Σπίτια όμως ναι.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Δεν είχες ποτέ την περιέργεια να την ρωτήσεις στα ίσα για αυτή την συμπεριφορά, να την ξεμπροστιάσεις; Εγώ θα το είχα κάνει σίγουρα για να δω αντιδράσεις…!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Όχι. Ίσως τώρα να το είχα κάνει. Τότε θυμάμαι απλώς την απογοήτευση μου.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!