Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο – Άλκη Ζέη

με μολύβι φάμπερΕΧΟΥΝ πολύ ενδιαφέρον οι συμπτώσεις. Πριν λίγες μέρες είχα τη χαρά να βρίσκομαι σπίτι των γονιών μου ανάμεσα σε μια παρέα φίλων τους, λογοτεχνών και ηθοποιών. Από παιδί θυμάμαι, τέτοιες συναθροίσεις ήταν δεδομένες, συχνές και πολυπληθείς κι έτσι τώρα που βρέθηκα μετά από καιρό σε κάτι αντίστοιχο στην αρχή χάρηκα μετά νοστάλγησα αλλά περισσότερο αισθάνθηκα απλώς ευγνωμοσύνη. Μεταξύ άλλων στους παρευρισκόμενους ήταν και η Άλκη Ζέη! Η σύμπτωση: Διάβαζα αυτή την περίοδο το τελευταίο της αυτοβιογραφικό βιβλίο. Το πήρα λοιπόν μαζί μου και πήγα.

(…) Το βράδυ έβλεπα εφιάλτη πως στο μαγαζί του μπαμπά της Λίντας είχαν κατεβάσει τους κρυστάλλινους πολυελαίους που κρεμόντανε στο ταβάνι και τους είχανε σκορπίσει στον δρόμο και η οδός Σταδίου είχε γεμίσει κρύσταλλα κι έμοιαζε σαν να είχε χιονίσει κι εγώ περπατούσα με το νυχτικό ξυπόλυτη και τα κρύσταλλα μου τρυπούσαν τα πόδια. Ξύπνησα τρομαγμένη, η καρδιά μου χτυπούσε να σπάσει. Πήγα και χώθηκα στο κρεβάτι της Λενούλας, μα όλο μου έδινε κλωτσιές και μύριζε σουτζουκάκια. Ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου και σκέφτηκα έναν βράχο γεμάτο πεταλίδες στη μέση της θάλασσας –αυτό μου το είχε μάθει ο παππούς- και με ξαναπήρε ο ύπνος. (…)

Το διάβασε πρώτα η Αγγελική και θυμάμαι όταν τη ρώτησα πως της φάνηκε, μου απάντησε «πολύ γλυκό!». Αλήθεια, διαβάζοντας το χαμογελάς συνεχώς. Η ιστορία ξεκινάει από τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και φτάνει μέχρι το γάμο της το 1945. Τα μετέπειτα χρόνια άλλωστε -όπως μας λέει και η ίδια- τα έχει ήδη περιγράψει στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Μας μιλάει για την οικογένεια της, τους γονείς της, την αγαπημένη της αδελφή Λενούλα, τους Θείους της Πλάτωνα και Διδώ Σωτηρίου, την πανταχού παρούσα Ζωρζ Σαρή, τον έρωτα της Λενούλας Νίκο Γκάτσο και βέβαια την γνωριμία με τον άντρα της, Γιώργο Σεβαστίκογλου.

(…) Τα κορίτσια παίζανε με ενθουσιασμό. Η Λένα ξεσάλωσε κυριολεκτικά κι εγώ καθόμουνα πίσω από το παραβάν και από μια τρύπα που είχαμε κάνει στο πανί έβλεπα το κοινό. Είδα τη Λενούλα που κοίταζε κάπου κι είχε ανοίξει δυο πήχες το στόμα της. Κατάλαβα, κοίταζε τον Γκάτσο. Ύστερα πρόσεξα πως σ’ όλη την παράσταση κι ο Γκάτσος δεν έπαιρνε τα μάτια από πάνω της. Όχι, δεν πρόσεξα τι έκανε ο φίλος του Μάριου που τον λέγανε Γιώργο Σεβαστίκογλου.(…)

Μεταφέρει όλα όσα θυμάται από την εποχή αυτή, τα πρώτα χρόνια στη Σάμο μακριά από την οικογένεια της, με τον παππού τη γιαγιά και τους πολλούς θείους της, τα σχολικά χρόνια, τα πρώτα της γραπτά («Το Κουτοκούλι μας προέκυψε συγγραφέας», που λέει και η Λενούλα), τα γράμματα που έγραφε για να στείλουν στους αγαπημένους τους η Θοδώρα και οι φιληνάδες της (sic) αλλά και τον Κλούβιο, τον πρώτο της ήρωα στο κουκλοθέατρο του σχολείου της. Προσπαθεί να θυμηθεί το όνομα μιας φίλης της από άλλο σχολείο που έπαιζε τον Οδυσσέα και σκάει που δεν το θυμάται. Πίνει τον καφέ της στον Λουμίδη παρέα με τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Πλωρίτη και τον Εμπειρίκο, μας λέει για το πώς ένιωσε όταν γνώρισε τον Κουν και είδε το σπίτι που ζούσε και πως κατάφερνε να απομονώνει το τι συνέβαινε γύρω του και να μιλάει μόνο για θέατρο. Θυμάται τη Λαμπέτη, τον Μποστ, τον Χατζιδάκι, τον Βεάκη, τον Αξελό, τη Μελίνα, αλλά και τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, την ΕΠΟΝ και –τη μόνη περίοδο που θα ήθελε να μην είχε ζήσει- τα Δεκεμβριανά.

Μια ζωή να την κάνεις βιβλίο!

(…) Το κορίτσι μια στιγμή τα έχασε μα γρήγορα άρχισε να το παίζει κυρία. Τους έβαλε να καθίσουν στον καναπέ, κάθισε κι εκείνη σε μια καρέκλα, έβαλε σαν μεγάλη το ένα πόδι πάνω στο άλλο και καμάρωνε τις γόβες της. Είχε κάτι ατέλειωτα μακριά πόδια. Ο κύριος της πρόσφερε τσιγάρο και της το άναψε. Εκείνη στην αρχή ξερόβηξε, μα ύστερα κάπνιζε σαν μεγάλη και πετούσε τη στάχτη σ’ ένα τασάκι. Δεν πρόσεχα τι έλεγε το ζευγάρι, μα κοίταζα με θαυμασμό αυτό το κορίτσι που κινιότανε με τόσο αέρα και τόση χάρη και σταύρωνε και ξανασταύρωνε τα πόδια.

Στο διάλειμμα που άναψαν τα φώτα είδα το πρόγραμμα. Το κορίτσι που έπαιζε την υπηρετριούλα το λέγανε Μελίνα Μερκούρη. Μελίνα, δεν είχα ξανακούσει τέτοιο όνομα, ούτε αρχαίο.. (…)

Ξανά λοιπόν στο πατρικό μου. Παίρνω το βιβλίο και κάποια στιγμή λίγο πριν φάμε την πλησίασα και της ζήτησα να μου το υπογράψει.

«Βεβαίως», μου λέει, «αλλά… πως λένε την όμορφη γυναίκα σου;»

Και έτσι αφιέρωσε το βιβλίο της και στους δυο μας 🙂

alki-2

Εκδόσεις Μεταίχμιο. Βαθμολογία 7/10

Leave your Comment

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.