
Το δυνατό χαρτί, ο βασικός λόγος που έκανε το εστιατόριο Balthazar τόσο διάσημο και ξακουστό ήταν ο πανέμορφος κήπος του, που έμοιαζε με όαση ανάμεσα στα τσιμεντένια μεγαθήρια της περιοχής των Αμπελοκήπων. Όμως, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, κανείς δε θα τολμούσε να καθίσει έξω. Ο Κασπάρ έριξε μέσα απ’ τους σηκωμένους γιακάδες του μια γρήγορη ματιά στ’ αριστερά της αυλόπορτας. Ο καραφλός δίμετρος μπράβος μετακινήθηκε ελαφρώς στο πλάι, σαν ποδοσφαιριστής που στηνόταν στο τείχος και του έκλεισε το οπτικό πεδίο. «Δεν λειτουργεί ο κήπος μας. Θα ανοίξει ξανά μετά το Πάσχα», είπε και η ανάσα του άχνισε στο κρύο σαν ατμός μέσα από χύτρα ταχύτητας. Για λίγο δεν έγινε απολύτως τίποτα. Μέχρι κι ο χρόνος φάνηκε να παγώνει. Ο μπράβος συνοφρυώθηκε και χάιδεψε τη μακριά γενειάδα του. Ασυναίσθητα κι ο Κασπάρ έκανε το ίδιο. Έβγαλε το χέρι από την τσέπη όπου το είχε χώσει για να μην κρυώνει και πασπάτεψε το κατάλευκο μούσι του. Δεν αποκρίθηκε όμως. Κοντοστάθηκε και παρατήρησε τον ανθρώπινο «φράχτη» που είχε μπροστά του. Κοστούμι Ermenegildo Zegna σκούρο ανθρακί με λεπτή ρίγα και ασορτί μαύρα δερμάτινα παπούτσια. Μάλλον είχε και πρωινή δουλειά ο τύπος, σίγουρα πιο βρώμικη απ’ τη βραδινή, σκέφτηκε. «Έχετε κάποια κράτηση;». Η ερώτηση έβγαλε τον Κασπάρ από την ονειροπόληση. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Δεν είχε ιδέα, μα ακόμα κι αν είχε, το σε ποιο όνομα ήταν πάντα ένα καλό ρώτημα. Ο άγραφος κανόνας ήταν κάθε φορά να χρησιμοποιούν διαφορετικό, αλλά τόσα χρόνια που ζούσε αυτός και οι δυο κολλητοί του, μέχρι και τα ονόματα είχαν πλέον στερέψει. Βεβαίως, από τότε που ο Χιου Γκραντ αναζητούσε το ψευδώνυμο της Τζούλια Ρόμπερτς ανάμεσα σε διάσημες ηρωίδες του Ντίσνεϊ, είχαν κι αυτοί δοκιμάσει κάτι ανάλογο. Όμως το να προσπαθείς να κλείσεις θέση σ’ ένα εστιατόριο στο όνομα Μίκυ Μάους, μόνο σε χολιγουντιανή κωμωδία ίσως είχε επιτυχία.
«Παππού!» Ο Κασπάρ κι ο μπράβος γύρισαν ταυτόχρονα προς τη νεανική φωνή πίσω τους. Στην επιβλητική είσοδο του αρχοντικού, την οποία κοσμούσαν καταπράσινα γκι και κόκκινες λαμπερές μπάλες, ο εικοσάχρονος Βαλτάσαρ είχε φανερά όρεξη για πλάκα. «Περιμένει κι ο θείος μέσα», συνέχισε ο Βαλτάσαρ και του έκανε νόημα με το χέρι να περάσει. Ο μπράβος έκανε μισό βήμα στο πλάι και ξεμπλόκαρε την είσοδο. Ο Κασπάρ προχώρησε βαρυγκωμώντας. Περπατούσε με αργά βήματα καρφώνοντας συνεχώς τον Βαλτάσαρ. Ο τελευταίος φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι που δεν έκρυβε το σφριγηλό και μελαψό κορμί του κι από κάτω ένα σκισμένο τζιν. Γιατί να μην είχε μείνει κι ο Κασπάρ για δύο χιλιάδες χρόνια ένας πιτσιρικάς; Κατάρα ήταν τελικά ή ευχή, που ζούσε εγκλωβισμένος στο σώμα ενός εξηντάχρονου άντρα και δεν μπορούσε να ξεφύγει; Ναι, ήταν ο πιο έξυπνος, ο πιο έμπειρος και θυμόταν τα πάντα με απίστευτη λεπτομέρεια, μιας και εκτός των άλλων έπασχε από υπερθυμησία, αλλά παράλληλα ένιωθε μονίμως κουρασμένος. «Αλήθεια τώρα, δεν είχε καμιά καλύτερη ιδέα; Εδώ έπρεπε να μας φωνάξει; Στο μαγαζί με τ’ όνομά σου;» σχολίασε μόλις πλησίασε κι ο Βαλτάσαρ γέλασε δυνατά. «Αφού ήταν ευκαιρία, ρε μπρο! Μην παραπονιέσαι! Την άλλη φορά δε μας είχε πάει για πάρτη σου στο Gaspar’s, στο Βίλνιους;», του απάντησε και τον τράβηξε μέσα μαζί του.
Δέκα το βράδυ καθημερινής, μια μέρα πριν το κλείσιμο των σχολείων για Χριστούγεννα. Απαλή μουσική, μυρωδιές από φίνα αρώματα και αρκετά τραπέζια γεμάτα, δημιουργούσαν μια ζεστή και φιλόξενη ατμόσφαιρα. Ο Μελχιόρ έπινε ήδη το δεύτερο ποτήρι Gluhwein και χαριεντιζόταν με την κατά πολύ νεότερη σερβιτόρα όταν πλησίασαν οι δυο φίλοι του στο τραπέζι. Ηλικιακά ήταν ανάμεσά τους, στα σαράντα του, ώριμος, αλλά ακόμα με αντοχές όπως και ανάγκες. «Βρε καλώς τα κομάντο», αναφώνησε κάνοντας παράλληλα νόημα στην κοπέλα να τους αφήσει μόνους. «Τι λέτε, θα χιονίσει φέτος; Θα κάνουμε επιτέλους λευκά Χριστούγεννα;». Τον κοίταξαν και οι δύο βαριεστημένα. «Θα μας πεις γιατί μας φώναξες μεσ’ τη βαρυχειμωνιά; Μια χαρά ήμουν στο σπίτι κι έβλεπα τη σειρά μου στο Έρτφλιξ. Δεν είχα την όρεξη κανενός, πόσο μάλλον τη δική σας!» βρυχήθηκε ο Κασπάρ. «Ποιο βλέπεις; Μη μου πεις το Καυτός Άγιος Βασίλης; Το έχω δει και είναι μια μαλακία και μισή!» πρόλαβε να απαντήσει ο Βαλτάσαρ. Η σερβιτόρα ήρθε ξανά κι άφησε δύο ποτήρια κι ένα εμφιαλωμένο νερό. Ρώτησε αν ήθελαν να παραγγείλουν κάτι ακόμα. Οι νεοφερμένοι ζήτησαν άλλες δύο κούπες ζεστό κρασί κι έστρεψαν το βλέμμα τους στον Μελχιόρ. Ένιωθαν πως τους ήθελε για κάτι σημαντικό. Είχαν δίκιο, γιατί μόλις έφυγε η κοπέλα, ο Μελχιόρ σοβάρεψε. Καθάρισε τον λαιμό του με ένα θεατράλε βηχαλάκι και τους ζήτησε να τον ακούσουν με προσοχή.
Προ ημερών είχε πάει στο Da Capo στο Κολωνάκι για έναν καφέ. Ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι το διάσημο αυτό μαγαζί είναι σελφ σέρβις, ο Μελχιόρ επιστρέφοντας με τον δίσκο στα χέρια, παρατήρησε ότι σ’ ένα και μοναδικό τραπέζι υπήρχε κανονικά σερβιτόρος που εξυπηρετούσε. Τον παραξένεψε το γεγονός και μιας και δίπλα ήταν άδειο, πήγε και κάθισε να βολιδοσκοπήσει τι συμβαίνει. Μόλις βολεύτηκε, κατέβασε μια καλή γουλιά εσπρέσο και γύρισε διακριτικά να τσεκάρει. Παρατήρησε ένα καλοβαλμένο ζευγάρι γύρω στα εβδομήντα πέντε, που έπινε τον καφέ του. Μπροστά τους είχαν κι ένα πιατάκι με απομεινάρια από μια πάστα Σεράνο. Ο Μελχιόρ άνοιξε το κινητό του κι έκανε ότι κάτι διαβάζει, αλλά στην πραγματικότητα είχε τον νου του συνεχώς σ’ αυτούς. Σε μια φάση τούς ακούει να μουρμουρίζουν κάτι για λεφτά. Πού ‘ν τα λεφτά; Πού χάθηκαν; Κάπου έπεσαν… Είδε τη γυναίκα να σηκώνεται με κόπο από την καρέκλα της και να σκύβει κάτω απ’ το τραπέζι. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε. Ο σικάτος τύπος με το μουστάκι και τα αραιά μαλλιά τον κοίταξε από πάνω ως κάτω κι ενώ στην αρχή είχε ανοίξει τα χέρια έτοιμος να αρνηθεί, εν τέλει του απάντησε πως έχασαν κάποια χρήματα. Ο Μελχιόρ έσκυψε και βάλθηκε κι αυτός να ψάχνει μαζί τους. Με τα πολλά, το ζευγάρι σηκώθηκε άπραγο να φύγει. Την τελευταία στιγμή όμως ο Μελχιόρ παρατήρησε ανάμεσα στη σχισμή από δύο πλάκες ένα κέρμα. Το σήκωσε, ήταν ένα των δέκα σεντς. Τους το έδειξε γελώντας, του στυλ ότι προφανώς έκανε λάθος, αλλά αμέσως είδε τα πρόσωπα και των δύο να λάμπουν λες και τους είχε φανερώσει μια ολόχρυση λίρα. Ο τύπος το άρπαξε, του έσφιξε το χέρι, τον ευχαρίστησε και του είπε πόσο θα ήθελε να τον είχε υπάλληλο στην τράπεζά του. Το ζευγαράκι συνέχισε χαρούμενο τον δρόμο του κι ο Μελχιόρ έμεινε στήλη άλατος να τους κοιτάζει με το χέρι ακόμα σε θέση χειραψίας.
«Στην αρχή δεν τα συνδύασα. Μόνο όταν ήρθε ο σερβιτόρος και μου είπε ότι αυτός ήταν ο πιο τσιγγούνης άνθρωπος που έχει γνωρίσει ποτέ και η τράπεζα του ήταν μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου, το παζλ ολοκληρώθηκε. Τον έχουμε ξαναπετύχει κι άλλες φορές», ολοκλήρωσε ο Μελχιόρ. «Να, τον πρόλαβα πριν φύγει και βγάλαμε και σέλφι μαζί» τους είπε, δείχνοντας τη σχετική φωτογραφία από το κινητό του.
Ο Κασπάρ και ο Βαλτάσαρ κοκκάλωσαν.
«Παίδες αυτός είναι, λέμε».
«Τι λες, ρε συ; Δεν υπάρχει περίπτωση…» αναφώνησε ο Βαλτάσαρ.
«Ρε σεις, σκεφτείτε το. Πρώτη φορά τον συναντήσαμε στη Φλωρεντία, στον Μεσαίωνα. Και μην αρχίσετε ότι δε θυμάστε και χαζομάρες! Ξέρω πως η μνήμη, ειδικά του Κασπάρ, είναι ξυράφι. Τότε τον έλεγαν Τζιοβάνι… κάτι!»
«Σκατά! Αυτός είναι! Ο Τζιοβάνι ντι Μπίτσι», συμπλήρωσε ο Κασπάρ, «που ίδρυσε την Τράπεζα των Μεδίκων το 1397, αυτό το πανίσχυρο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα…»
«Α, γεια σου!»
«Και μετά τον είδαμε ξανά στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, στην Αμερική», συνέχισε ο Κασπάρ, που, όπως είπαμε, θυμόταν απίστευτες λεπτομέρειες.
«Όχι, ρε! Δεν είναι ο… Αποκλείεται! Μη μου πεις πως είναι ο λεγόμενος και Μωυσής του χρήματος, ο Τζέι Πι Μόργκαν;» ρώτησε ο Βαλτάσαρ.
Ο Μελχιόρ ήδη είχε ανοίξει στο κινητό του και τους έδειχνε τις φωτογραφίες των τριών ανδρών. Οι ομοιότητες ήταν κάτι παραπάνω από σαφείς. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως επρόκειτο για το ίδιο άτομο. «Το γαμημένο το άστρο φταίει! Εγώ σας το είχα πει ότι φώτιζε στη διπλανή φάτνη, αλλά ο Βαλτάσαρ επέμενε, ότι βλέπει καλύτερα απ’ όλους. Έγινε μαλακία, λέμε. Κάναμε χοντρό λάθος, γαμώ τα GPS της εποχής μου, γαμώ! Σ’ αυτόν έπρεπε να πάμε τα δώρα! Αυτός είναι αθάνατος σαν κι εμάς, όχι ο άλλος, ο κακομοίρης, ο γιος του βοσκού, που τον σταύρωσαν τζάμπα στα τριάντα τρία του! Μα ήταν δυνατόν ο Θεάνθρωπος να είναι ο γιος ενός βοσκού; Πώς και δεν το σκεφτήκαμε ποτέ;» αναρωτήθηκε φωναχτά.
«Και θες να πεις δηλαδή, ότι για δυο χιλιάδες χρόνια, οι πιστοί ανά τον κόσμο νομίζουν ότι ο σωτήρας τους είναι ένας καλοκάγαθος τριαντάρης, ενώ στην πραγματικότητα είναι αυτός που εφηύρε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και μετά τους έβαλε όλους να χρωστάνε μέχρι και της Μιχαλούς;» ρώτησε μάλλον ρητορικά ο Βαλτάσαρ.
«Δεν είναι μόνο αυτό…» συνέχισε ο Κασπάρ. «Θυμάται κανείς σας πώς τον λένε κανονικά;» Μελχιόρ και Βαλτάσαρ σούφρωσαν τα χείλη. «Μήτσο», απάντησε χωρίς να περιμένει.
«Τι Μήτσο; Έτσι σκέτο; Όχι Δημήτρη; Δεν είναι υποκοριστικό δηλαδή;» ρώτησε ο Μελχιόρ.
«Μητσάκο, Μήτσο τζούνιορ, παιδιά! Μήτσο, όπως τον πατέρα του, εκείνον τον πλούσιο γαιοκτήμονα που είχε καμιά εκατοστή φάτνες και τις νοίκιαζε».
«Ναι, ρε σεις! Νοικάρηδες του ήταν ο Ιωσήφ και η Μαρία», συμπλήρωσε ο Βαλτάσαρ.
Ο Κασπάρ σήκωσε το χέρι κι έκανε νόημα στην κοπέλα για τον λογαριασμό. Με κάρτα ή μετρητά, ρώτησε η κοπέλα από μακριά. Ο Μελχιόρ έβαλε το χέρι στην καρδιά, σε στυλ Άσε, πληρώνω εγώ κι έριξε ένα λάγνο βλέμμα στη σερβιτόρα, δείχνοντάς της ένα πενηντάρικο. Ο Κασπάρ τότε χαμήλωσε τα μάτια, βούτηξε τον δείκτη του στο κόκκινο κρασί κι άρχισε να ζωγραφίζει μηχανικά κύκλους πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο. «Τι έπαθες; Σήκω, πάμε», του είπε ο Βαλτάσαρ. Ο Κασπάρ φαινόταν όμως, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Κάτι μικρό αλλά ενοχλητικό, όπως μια παρανυχίδα. «Λέγε, ρε, τι έχεις;» επέμεινε ο Βαλτάσαρ, την ώρα που ο Μελχιόρ σηκώθηκε να πάει να πληρώσει. Ο Κασπάρ έγλειψε το δάχτυλο-πινέλο και γύρισε προς το μέρος του ανήσυχου φίλου του.
«Τέλος όλα τα γλυκανάλατα παραμυθάκια με τον φτωχό, καλό Χριστούλη στη φάτνη και τις βλακείες με τα ζωάκια που τον ζέσταιναν με τις ανάσες τους. Τέλος τα Χριστούγεννα, το καταλαβαίνεις; Τέλος! Τα περσινά ήταν τα τελευταία, λέμε. Ο Μήτσος μεγάλωσε μέσα στη χλίδα και την απληστία. Θα πρέπει να γραφτούν ξανά όλα τα παραμύθια απ’ την αρχή και για τη γέννηση και για τη μετέπειτα πορεία του. Από κει και πέρα, το ότι ο Θεός τους είναι το Χρήμα, ακόμη κι αν δεν το παραδέχονται ανοιχτά, το έχουν καταλάβει βαθιά στο μεδούλι τους όλοι οι άνθρωποι στη γη, ανεξαρτήτως θρησκείας».
«Καλά κι εσύ γιατί σκας;»
«Γιατί άντε να τους πείσουμε τώρα να γιορτάζουν τα Μητσούγεννα, ρε φίλε. Τα Μητσούγεννα, τον Μήτσο μου μέσα!»

