Το παιχνίδι του Ντε Νίρο – Ράουι Χαζ

«Δέκα χιλιάδες βόμβες έπεφταν γύρω μου, κι εγώ περίμενα τον Ζορζ. Δέκα χιλιάδες βόμβες έπεφταν στη Βηρυτό…»

Με αυτή τη σοκαριστική punch line (που θα χρησιμοποιηθεί μετά και ως μοτίβο) ξεκινάει το βιβλίο του Λιβανέζου Ράουι Χαζ και τη στιγμή που το τελείωσα με έβαλε σε δέκα χιλιάδες σκέψεις, δέκα χιλιάδες σιωπές, δέκα χιλιάδες δισταγμούς για το αν και τι έπρεπε να γράψω γι’ αυτό. Δέκα χιλιάδες λόγοι ίσως να μην ήταν ικανοί, αρκούσε όμως τελικά μόνο ένας καταλύτης: Η αναφορά για τη σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα (google it) που μου έσκασε στο πρόσωπο σαν δέκα χιλιάδες μικροσκοπικές καρφίτσες, έτοιμες να μου ξεριζώσουν τα μάτια, ώστε να σταματήσω να βλέπω αυτή την απίστευτη θηριωδία λες και ήμουν εκεί. Αυτή η σκηνή συνέδεσε με δέκα χιλιάδες συνάψεις το παιχνίδι του Ντε Νίρο με το άλλο αγαπημένο μου βιβλίο, το Anima του Ουαζντί Μουαουάντ, στο οποίο είχα πρώτη φορά διαβάσει γι’ αυτήν κι έκτοτε έμεινα για δέκα χιλιάδες ώρες, μέρες, αιώνες ξύπνιος να τη θυμάμαι. Και μέσα σε όλα και γύρω απ’ όλα ο εμφύλιος που κατασπάραξε τη Βηρυτό. Ο εμφύλιος που έβαλε αδέλφια να ψάχνουν δέκα χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους για να σκοτώνονται μεταξύ τους.

Η ιστορία ξεκινάει στον Λίβανο τη δεκαετία του ογδόντα. Πρωταγωνιστής ο Μπασάμ, έφηβος ακόμα, χριστιανός, που προσπαθεί να επιβιώσει στα χρόνια του εμφυλίου. Έχει μια μακρινή ελπίδα, να καταφέρει να ξεφύγει κάπως και να πάει να ζήσει στη Ρώμη, αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο. Ο κολλητός τους φίλος, ο Ζορζ, θα καταταγεί στην Εθνοφρουρά. Θα προσπαθήσει να τον πείσει να ακολουθήσει κι αυτός, αλλά ο Μπασάμ δεν θέλει. Έχει ανάγκη να νιώσει ζωντανός, να αγαπήσει, να αγαπηθεί και όχι να σκοτώνει.

«Της φίλησα το κορμί δέκα χιλιάδες φορές μέσα σ’ έναν καταιγισμό από βόμβες που έπεφταν σαν υπέροχος καταρράκτης. Τα ρούχα μας απλώθηκαν στο πάτωμα σαν χαλιά προσευχής, τα κορμιά μας στο κρεβάτι σαν πτώματα που χόρευαν. Τη φίλησα άλλες δέκα χιλιάδες φορές και οι βόμβες έπεφταν πιο δυνατά, πιο κοντά. Έβαλα το χέρι μου κάτω από τη φούστα της. Μου το άρπαξε και αντιστάθηκε. Έβαλα το άλλο στο στήθος της. Μ’ άφησε να το κρατήσω εκεί…»

Ο Μπασάμ κάποια στιγμή θα καταφέρει να πάει στη Μασσαλία κι από κει στο Παρίσι, ψάχνοντας τα ίχνη του πατέρα του Ζορζ, ο οποίος ίσως να μπορούσε να τον βοηθήσει με τη διαμονή του στη χώρα. Εκεί όμως ο Μπασάμ θα συναντήσει τη Ρέα, την ετεροθαλή αδελφή του Ζορζ, και τα πράγματα θα περιπλεχθούν ακόμα περισσότερο.

«Ανέβηκα με το ασανσέρ, έτρεξα στην πόρτα της Ρέα και χτύπησα. Άνοιξε την πόρτα, αλλά, όταν με είδε, προσπάθησε να την κλείσει. Έχωσα το πόδι μου στο άνοιγμα και έσπρωξα την πόρτα. Βγες έξω! Μου είπε και έτρεξε στην κουζίνα. Βγες έξω, μου φώναξε. Έξω! Κατάφερα να διακρίνω πως το μάτι της ήταν μελανιασμένο. Τα μαλλιά της ήταν χάλια, και φαινόταν πολύ κουρασμένη. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας, τη ρώτησα. Βγες έξω, μου ξαναείπε, άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας, έχωσε τα χέρια της μέσα, ανακάτωσε τις λεπίδες, και μετά τράβηξε ένα μαχαίρι και μου το έφερε στο πρόσωπο. Σ’ το είπα να μη με ακολουθείς και να μην επεμβαίνεις στη ζωή μου…»

Άραγε θα καταφέρει ο Μπασάμ να φτάσει ποτέ στη Ρώμη που τόσο το ήθελε ή το πεπρωμένο του θα τον νικήσει, όπως τον είχε ήδη νικήσει δέκα χιλιάδες φορές πιο πριν…

(Μπόνους αν έχετε διαβάσει τον Ξένο του Καμύ και έχετε δει την ταινία ο Ελαφοκυνηγός του Τσιμίνο)

Εκδόσεις Πάπυρος. Βαθμολογία 9/10

Leave your Comment

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.