
ΟΤΑΝ ήμουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, δεν είχαμε ούτε κινητά, ούτε παιχνιδομηχανές, μόνο κάτι τοπικά κανάλια που τα έπιανες σχεδόν πάντα με «χιονάκια» και υπολογιστές 386. Κάτι πρωινά, εντελώς Θεσσαλονικιά, με μπόλικο κρύο και χιονόνερο, σηκωνόμουν από το κρεβάτι χωρίς καμία διάθεση για να πάω στη σχολή. Το μόνο που έκανα ήταν να πεταχτώ γρήγορα στην κουζίνα, ν’ ανάψω το μικρό μάτι για να ζεστάνω νερό, και να χωθώ ξανά στο πάπλωμα ανακατεύοντας τον νέσκαφέ στην κούπα μου μέχρι να κάνει παχιά κρέμα. Μόλις έπινα τον καφέ μου συνήθως μαζί με κανένα Molto κρουασάν, καθόμουν στο κρεβάτι, έβαζα το ένα πόδι πάνω στο άλλο -φανταστείτε κάπως σαν να κάθομαι στραβοπόδι δηλαδή, αλλά ξαπλωτός- και κοιτούσα από μέσα.
Τι κοιτούσα; Τα πάντα!
Το πώς καμπυλώνει η γάμπα μου, την κάθε τρίχα πάνω της, το τελείωμα στον αστράγαλο, τόσο λεπτομερώς και για τόση ώρα ώσπου όλα γύρω θόλωναν και το μόνο που έβλεπα ήταν το ανάποδο δέλτα φτιαγμένο από τα γυμνά μου πόδια. Καθόμουν πολλή ώρα έτσι. Πολλή ώρα. Παρατηρούσα κάθε πόρο του δέρματός μου, κάθε σημάδι. Ένιωθα σαν μικροσκοπικός εξερευνητής σε μια νέα ήπειρο! Έβλεπα μέχρι και τον παλμό μου, τους χτύπους της καρδιάς να πάλλουν απειροελάχιστα το δέρμα μου!
Ε, τόσα χρόνια δεν ήξερα πως έκανα διαλογισμό!
Όποιον φίλο μου έβλεπα και με ρωτούσε τι έκανα το πρωί, του απαντούσα «Τίποτα. Βαριόμουν.» Πού να’ ξερα; Έπρεπε να διαβάσω τη «Γιόγκα» του Καρρέρ κι έναν από τους καμιά εικοσαριά ορισμούς του διαλογισμού που αναφέρει μέσα στο βιβλίο του για να το μάθω!
Πέραν αστείου, διάβασα ακόμη ένα πολύ δυνατό αυτοβιογραφικό βιβλίο από τον Καρρέρ και τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Μετά το «Άλλες ζωές απ’ τη δική μου» το οποίο βρήκα εκπληκτικό, εδώ έχουμε ένα ίσως ακόμα πιο δύσκολο βιβλίο, που ξεκινάει ως μια μελέτη γύρω από την πολύχρονη σχέση του συγγραφέα με τη Γιόγκα και περνά μέσα από τα γεγονότα του Charlie Hebdo, ως την αναγνώριση του διπολισμού του, την πολύ βαθιά κατάθλιψή του, τις απόπειρες αυτοκτονίας του και φτάνει τελικά στη διέξοδό του στη Λέρο, όπου τον βρίσκει να διδάσκει δημιουργική γραφή σε ένα καμπ υποδοχής προσφύγων και μεταναστών…
(…) «Τι θα μπορούσα να πω εγώ; Μια εμπειρία αναχώρησης και απώλειας, μια στιγμή που η ζωή μου ήρθε τα πάνω κάτω, είναι ακριβώς αυτό που ζω τώρα. Πώς όμως να ομολογήσω στους μαθητές μας πως υποφέρω κι εγώ; Είπα και ξανάπα πως πρέπει να σεβόμαστε τις οδύνες μας, να μην τις σχετικοποιούμε, πως η νευρωτική δυστυχία δεν είναι λιγότερο σκληρή από τη συνήθη δυστυχία, και πάλι όμως: να συσχετίζεις με τον ξεριζωμό που έζησαν και που ζουν αυτά τα δεκαεξάχρονα ή δεκαεφτάχρονα παιδιά έναν τύπο που έχει τα πάντα για να είναι ευτυχισμένος και που κάνει ό,τι μπορεί για να καταστρέψει αυτή την ευτυχία και την ευτυχία των δικών του, είναι μια χυδαιότητα που δεν μπορώ να τους ζητήσω να καταλάβουν και που δίνει δίκιο στην άποψη των γονιών μου, σύμφωνα με την οποία στον πόλεμο οι άνθρωποι δεν είχαν την πολυτέλεια να είναι νευρωτικοί.» (…)
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Βαθμολογία 9/10.