Είμαι χθες το απόγευμα και διαβάζω με τα παιδιά. Κάτι μου λέει ο ένας για τους νεολιθικούς οικισμούς στην Ιστορία, ενώ ο άλλος τρίβει πάνω στην κουβέρτα ένα μπαλόνι, για να μου δείξει ένα πείραμα που έκαναν στη Φυσική.
Κι εγώ χασκογελώ.
Άμα με δει κανείς τώρα θα νομίζει ότι έπαθα κανένα μίνι εγκεφαλικό.
Αντί ν’ ακούω τι μου λένε, προσέχω τα λακάκια στα μάγουλά τους. Κοιτάζω τις βλεφαρίδες τους… Τις φύτρες στα μαλλιά τους, ίδιες με τις δικές μου. Ίδιες με του πατέρα μου. Παρατηρώ στον λαιμό τους πώς ανεβοκατεβαίνει το μήλο του Αδάμ όση ώρα μού μιλάνε. Τις κινήσεις τους… Πώς λυγίζουν τον κορμό τους, πώς πιάνουν το μολύβι, πώς κάθονται πάνω στο ένα πόδι…
Πότε μεγάλωσαν; Πότε έγιναν πλάσματα; Πότε ήταν που τρέμαμε μη μας πέσουν απ’ το χέρι; Πότε ήταν μέσα στην κοιλιά σου; Πότε θα φύγουν απ’ το σπίτι και θα μείνουμε πάλι οι δυο μας, Αγγελική;
Πότε;
Πώς;
Εμείς τα κάναμε αυτά; Δικό μας δημιούργημα είναι; Αλήθεια; Και μετά μου λες πως δεν είμαστε Θεοί…
«Είδατε τις τραγικές εικόνες στην τηλεόραση; Θυμάστε πού ήμασταν εμείς πριν τρεις εβδομάδες;»
«Ναι, μπαμπά… Όλοι γι’ αυτό μιλούσαν στο σχολείο! Θα τη φτιάξουν ξανά;»
«Ναι… Η μαμά λέει πως θα πάρει λίγο καιρό, αλλά θα τη φτιάξουν. Και λέει πως μπορεί να μην την κάνουν ολόιδια, γιατί ο κόσμος πρέπει να θυμάται αυτή τη μέρα, αλλά θα τη φτιάξουν…»
«Φαντάζεσαι να είχαμε όλη η οικογένεια υπερδυνάμεις, όπως στην ταινία που βλέπαμε χθες; Θα πετούσαμε τώρα εκεί όλοι μαζί και θα τη φτιάχναμε!»
Και μετά μου λες πως δεν είμαστε Θεοί…