ΠΗΓΑ πριν λίγες μέρες στην κεντρική παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό και άκουσα τους παρουσιαστές, αλλά και την εκδότρια τού Ευσταθιάδη, να μιλάνε, όχι απλώς με τα καλύτερα λόγια, αλλά να το εκθειάζουν, να μιλάνε για «αριστούργημα». Και θα μου πείτε: Καλά, η παρουσίαση του βιβλίου του ήταν, τι θα έκαναν; Θα το έθαβαν; Δίκιο έχετε. Γι΄αυτό κι εγώ κρατούσα μικρό καλάθι όταν το διάβαζα. Αλλά δε χώρεσαν τα κεράσια τελικά. Γιατί ήταν όντως πολλά. Πάρα πολλά!
Επανέρχομαι όμως στην παρουσίαση του βιβλίου και θα σταθώ σε δύο σημεία που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε, όχι για το βιβλίο, αλλά για τον ίδιο τον συγγραφέα ο Θανάσης Τριαρίδης. Έλεγε, έλεγε, έλεγε και δε σταματούσε. Ωραίος, ψηλός, (πρωτ-)αθλητικός, με μια όμορφη οικογένεια, με ωραίο λέγειν και ακόμα πιο ωραίο γράφειν. Δε μπορεί, σκέφτηκα, ένα ψεγάδι θα το έχει αυτός ο Μίνως! Το δεύτερο, ήταν μια κουβέντα της Χίλντας Παπαδημητρίου, ότι στις (μόλις) 243 σελίδες του βιβλίου, δεν υπάρχει ούτε μια περιττή λέξη, αλλά ούτε και καμία μπορεί να λείψει. Δεν της είχε ξανασυμβεί αυτό, το να μην μπορεί να αλλάξει τίποτα, να μη βρίσκει ούτε ένα ψεγάδι, ούτε ένα λάθος/περιττό/υπερβολικό σημείο στίξης σε ένα βιβλίο.
Επιστρέφω στο ίδιο το βιβλίο. Ποια είναι η ιστορία; Ο Ελληνογερμανός ντετέκτιβ Κρις Πάπας που ζει και εργάζεται στο Αμβούργο, καλείται να παρακολουθήσει για 48 ώρες, μια κοπέλα, την Εύα Ντέμπλιγκ. Ο υπερήλικος άντρας που του έδωσε την υπόθεση, δεν του άφησε όνομα, παρά μόνο ένα τηλέφωνο και χίλια ευρώ ως προκαταβολή, μιας και άφησε τον Πάπας να ορίσει αυτός το τελικό ποσό της αμοιβής του. Ο Πάπας ακολουθεί την Ντέμπλιγκ να πηγαίνει σε ένα ξενοδοχείο με έναν πολύ νεαρότερό της άνδρα και μετά από λίγο, στο δωμάτιο πηγαίνει άλλος ένας άνδρας. Η εκκωφαντική μουσική των Rammstein που ακούγεται από το δωμάτιο της «παράξενης» τριάδας, κάνει την παρακολούθηση πλέον αδύνατη. Ο Πάππας αποκοιμιέται και όταν ξυπνάει, συνειδητοποιεί πως η παρακολούθηση του «πήγε περίπατο» – η Ντέμπλιγκ δεν ήταν πλέον στο δωμάτιο. Όταν το επόμενο μεσημέρι η αστυνομία τού χτυπάει την πόρτα για να τον ρωτήσει αν αναγνωρίζει το πτώμα ενός υπερήλικου άνδρα που βρέθηκε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, ο Πάπας αποφασίζει να μην αποκαλύψει πως επρόκειτο για τον πελάτη του. Ζητάει τη βοήθεια του μοναδικού φίλου που έχει στην αστυνομία για να βρει τα ίχνη της Ντέμπλιγκ και όταν αυτός τον ενημερώνει πως η Ντέμπλιγκ εδώ και έναν χρόνο εμφανίζεται ως κάτοικος της Ελλάδας και μάλιστα μόλις πριν λίγες ώρες πήρε μια πτήση με αυτόν τον προορισμό, ο Πάπας παίρνει το αεροπλάνο για να πάει να τη βρει…
(…) – Ψάχνω μια γνωστή μου Γερμανίδα. Την Εύα Ντέμπλιγκ. Μου είπαν πως έχει δικό της σπίτι εδώ.
– Όχι.
– Γύρω στα σαράντα… ξανθιά. Μπορεί βέβαια και να μην την ξέρετε.
– Όλους τους ξέρω. Ίσως να έμεινε κάποτε σε σπίτι αλλουνού, μα δικό της δεν έχει. Το ζευγάρι των Ελληνοαυστραλών, ένας Ελβετός και δύο Γαλλίδες. Ετούτοι είναι όλοι οι ξένοι. Και καμιά δεκαριά Αλβανοί. Να κεράσω ένα τσιπουράκι;
– Όχι… όχι… ευχαριστώ.
– Κάτσε, μωρέ, που πας να φύγεις έτσι στεγνός πρώτη φορά από τα μέρη μας. Το φέρνω και το χτυπάμε στα όρθια.
Δύο λεπτά αργότερα στεκόμαστε με τα ποτήρια στα χέρια και τα ξύλινα κάγκελα της αυλής του ορθώνονται ανάμεσά μας. Πρέπει να τα τρίψει με προσοχή, κάθε τρία χρόνια το κάνει πριν τα βάψει. Όλα τα τρώει η θάλασσα. Όλα. Μου το τονίζει αυτό σαν να πρόκειται για το σημαντικότερο μυστικό που μπορείς να μάθεις σε τούτη τη ζωή. Και ίσως να είναι. (…)
Να πω εξαρχής ότι μού αρέσουν πολύ τα μικρής έκτασης βιβλία, αυτά που είναι μέχρι τις 300 περίπου σελίδες. Τις περισσότερες φορές (εξαιρέσεις υπάρχουν), στα μεγάλα βιβλία, αυτά των 500+ σελίδων, των «αγαπημένων» μας Σκανδιναβών αλλά όχι μόνο, είτε θα καταλήξω να πω ότι θα αφαιρούσα εύκολα 100-150 σελίδες ή θα το μοίραζα σε δύο βιβλία. Η Χίλντα Παπαδημητρίου είχε δίκιο. Δεν μπορείς να τροποποιήσεις το κείμενο, ούτε καν σε σημεία στίξης. Διαβάζω κατά βάση 10-15 σελίδες κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, αλλά μετά την 100ή σελίδα του Δύτη, διάβασα έως την 140 με μιαν ανάσα και την επόμενη μέρα διάβασα σερί τις τελευταίες 100 σελίδες. Δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσω, να μη μάθω τι έχει γίνει!
Η Χίλντα είχε δίκιο λοιπόν. Ο Τριαρίδης, όμως, είχε;
Πλησιάζω τον Ευσταθιάδη με το βιβλίο του στο χέρι και του ζητάω να μου το υπογράψει. Όπως το κάνει, του λέω δειλά «Ξέρεις… γράφω κι εγώ αστυνομικά». Με κοιτάζει. «Αντωνιάδης… Δώρος Αντωνιάδης», συνεχίζω, λέγοντας του τ’ όνομά μου σαν να είμαι ο Τζέιμς Μποντ. «Κάπου το έχω ακούσει… Ναι! Κάτι έχω διαβάσει για σένα» μου λέει ο Ευσταθιάδης. Κι εκεί λοιπόν βρήκα το ψεγάδι του: Λέει ψέματα! Και ξέρει να τα λέει και καλά!
Από την άλλη, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, το να λέει καλά ψέματα, μήπως τον κάνει τελικά ακόμα πιο τέλειο; Φτου! Κι ο Τριαρίδης δίκιο είχε… 🙂
Εκδόσεις Ίκαρος. Βαθμολογία: 9/10