ΠΗΡΑ μια μπίρα από το ψυγείο. Κάθισα στην καρέκλα του γραφείου, άναψα τσιγάρο κι άνοιξα το λάπτοπ. Ρούφηξα μια γενναία γουλιά και ξεκίνησα να γράφω:
Ας μην πω άλλα. Δε θέλω να αποκαλύψω τι θα κάνω στη συνέχεια του μοτίβου μου… Όποιος άλλωστε έχει διαβάσει το βιβλίο, είμαι σίγουρος πως η παραπάνω σεκάνς, θα του σηκώνει τις τρίχες στη βάση του σβέρκου, κατ’ ελάχιστον για δύο χιλιοστά :-).
Έχουν γραφτεί πολλά γι’ αυτό το βιβλίο, οπότε δε θα σας πω κι εγώ τα ίδια. Θα πω μόνο πως είναι ένα από τα λίγα καθαρόαιμα αστυνομικά που έχουν γραφτεί από Έλληνα συγγραφέα, με τόση προσήλωση και πίστη στις αληθινές διαδικασίες που ακολουθούνται για την εξιχνίαση των εγκλημάτων, τόσο που θα έπρεπε να διδάσκεται στη σχολή της αστυνομίας. Ένας κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος, ακολουθεί κάτι που στην αρχή δείχνει ως τυχαίος τρόπος για να σκοτώνει τα θύματά του. Δεν υπάρχει τίποτα κοινό, κανένα στοιχείο, κανένα εύρημα, μάρτυρες αναξιόπιστοι, κοινώς τίποτα που να μπορέσει η αστυνόμος Τρύπη και η ομάδα της, να χρησιμοποιήσει ώστε να βρει ένα κίνητρο ή να συνθέσει το προφίλ του δολοφόνου. Κι όμως τελικά υπάρχει ένα μοτίβο… Ένα μοτίβο το οποίο παραπέμπει σε έναν σίριαλ κίλερ που έδρασε πριν πολλά χρόνια στο Ρότερνταμ, τον ελληνικής καταγωγής, Καρλή. Το μοναδικό πρόβλημα είναι πως ο Καρλής είναι εδώ και χρόνια νεκρός!
(…) Τα σημάδια μιας ακόμα δύσκολης νύχτας, με μικρά διαλείμματα ύπνου λαγού, ήταν φανερά στο άγνωστο πρόσωπο που την παρατηρούσε κουρασμένο στον καθρέφτη. Ένιωθε λες κι ο εγκέφαλός της είχε χτυπηθεί για σαράντα δευτερόλεπτα σ’ ένα περίεργο μίξερ, και, μόλις το έβγαλαν από την πρίζα, τε εγκεφαλικά κύτταρα άρχισαν να γλιστράνε για να προσγειωθούν ξανά στη θέση τους μετά την ξαφνική καταιγίδα.
Το βλέμμα του Αλέξανδρου, όταν έσπρωχνε τον φραπέ προς το μέρος της, εξέφραζε παραστατικά την απορία του για το πρώιμο της πρωινής προσέλευσης. Το ρολόι της έδειχνε 06:55. Σύρθηκε μέχρι τις σκάλες και σε δύο λεπτά βούλιαζε σχεδόν εξουθενωμένη στην πολυθρόνα. Σε μισή ώρα, ύστερα από τρία τσιγάρα, άρχισε να βλέπει τα πράγματα λίγο καλύτερα. Έστω και με το ένα μάτι. Βγήκε στον διάδρομο. Δεν υπήρχε ψυχή.
Μόνο ο Σταυρίδης θα ‘χει έρθει, συλλογίστηκε κοιτάζοντας την ανοιχτή πόρτα του γραφείου του.
Επέστρεψε στο γραφείο. Άνοιξε το λάπτοπ. Έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη των στοιχείων της αστυνομίας του Ρότερνταμ. Όσο προχωρούσε, ένιωθε τα παγωμένα χέρια του φόβου να της σφίγγουν σαν τανάλιες τα σωθικά. (…)
Αυτό το βιβλίο μου δίνει την ευκαιρία να αναφερθώ σε κάτι που θέλω εδώ και καιρό: Το πόσο δύσκολο και πόσο χρονοβόρο είναι το να ολοκληρώσεις τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου, το οποίο ο αναγνώστης διαβάζει μέσα σε μερικές ώρες. Ο Αζαριάδης έκανε έρευνα δύο ετών και μίλησε με πάνω από πέντε ειδικούς στον τομέα τους, από πολλές φορές, μόνο και μόνο για να συλλέξει τις πληροφορίες που ήθελε. Αφήστε την ίδια τη συγγραφή και διόρθωση. Και οι συγγραφείς δεν είναι οι τύποι που βλέπουμε στις ταινίες, που κάθονται σε μια σοφίτα και απλώς γράφουν ολημερίς και ολονυχτίς, με τη γυναίκα τους διακριτικά να τους ρωτάει αν θέλουν κάτι για να φάνε. Έχουν οικογένειες, έχουν υποχρεώσεις που τρέχουν και που σας διαβεβαιώ, για το 99,9% των συγγραφέων, δεν τους τις λύνει η συγγραφή. Οπότε όλος αυτός ο χρόνος από κάπου πρέπει να «κλαπεί». Κι αν θέλει να είναι σωστός κι εντάξει, ο συγγραφέας συνήθως τον κλέβει από τον προσωπικό του χρόνο, από τον χρόνο που θα κοιμόταν, ξεκουραζόταν ή που θα έκανε κάτι άλλο για τον εαυτό του. Αν λοιπόν δείτε σε κάποια παρουσίαση βιβλίου τον Αζαριάδη, χτυπήστε τον απαλά στην πλάτη, κοιτάξτε τον με τα μάτια που μόνο οι γονείς κοιτάζουν τα παιδιά τους και πείτε του ένα «μπράβο». Δε θέλει -νομίζω- κάτι παραπάνω για να είναι ευτυχισμένος (και βεβαίως να συνεχίσει να γράφει).
Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Βαθμολογία 8/10.