Τελευταία βλέπω εφιάλτες. Είχα πολλά χρόνια να δω και -για να σας προλάβω- δεν είναι από βαρυστομαχιά. Επίσης δεν είναι εφιάλτες με τέρατα ή ζόμπι. Να, ας πούμε σε έναν, δεν μπορούσα με τίποτα να βρω έναν φίλο μου. Ούτε σε τηλέφωνο, ούτε σε μέιλ, ούτε καν όταν πήγα στο σπίτι του. Σε έναν άλλον εφιάλτη, είχα χάσει το ένα παπούτσι μου και όποιο έβλεπα μπροστά μου για να βάλω, δεν ταίριαζε, ήταν κάποιου άλλου… Σήμερα ξύπνησα στις 2:43 προσπαθώντας να πάρω μια μεγάλη ανάσα. Ήμουν, λέει, σε μια μεγάλη σπηλιά που είχε εσωτερική λίμνη. Στο τέλος της, η λίμνη επικοινωνούσε με μια παγωμένη εξωτερική λίμνη, αρκεί να βουτούσες στα παγωμένα νερά της, να έκανες μια διαδρομή ενός μέτρου κάτω από το νερό και να πέρναγες από ένα μικρό χώρισμα…
Το αποφασίζω χωρίς δισταγμό. Βουτάω, παγώνω, βλέπω το μικρό φωτεινό χώρισμα, περνάω οριακά από το χώρισμα και βγαίνω σε ένα ηλιόλουστο κατεψυγμένο τοπίο. Η εξωτερική λίμνη είχε γίνει παγοδρόμιο και ο φωτεινός ήλιος με έκανε να κλείνω τα μάτια. Απεραντοσύνη. Όπου κι αν γυρνούσα, το μάτι μου δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο πέραν από πάγο και ήλιο. Δεν κάθομαι πολύ. Βουτάω ξανά πίσω, αλλά σκαλώνω στο χώρισμα, το οποίο ξαφνικά ήταν πιο μικρό. Δυσκολεύομαι πολύ να το περάσω. Το περνάω και βλέπω από πάνω μου την επιφάνεια της θερμής εσωτερικής λίμνης. Η ανάσα μου όμως δε φτάνει. Το ξέρω πως δε φτάνει. Ανοίγω εντελώς μάτια και στόμα, έτοιμος να καταπιώ νερό. Ανοίγω το στόμα ξέροντας πως θα γεμίσω τα πνευμόνια μου με νερό και όχι με οξυγόνο.
Ευτυχώς ξυπνάω και παίρνω ανάσα… Η καρδιά μου πάει να σπάσει.
Αυτός δίπλα είναι ο Μπιλ. Ο Μπιλ μιλάει όταν κάτι τον απασχολεί. Βρίσκει έναν φίλο, τον κολλητό του, τη γυναίκα του, τη μάνα του, την αδελφή του, έναν περαστικό, τον διπλανό του στο μετρό ή στην τελική τον ψυχοθεραπευτή του και τους τα λέει. Ο Μπιλ δεν έχει εφιάλτες.
Μη γίνεις σαν εμένα. Γίνε σαν τον Μπιλ.
Γίνε σαν τον Μπιλ (είμαι η ηχώ) 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Το παλεύω (I guess…) 🙂
Μου αρέσει!Αρέσει σε 2 άτομα