Πώς άσπρισες έτσι;

ΟΤΑΝ με το ένα μου μάτι πρωτοείδα το φως του μάταιου τούτου κόσμου, κατάλαβα αμέσως πως οι γονείς μου σκέφτηκαν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να με αφήσουν εκεί που είμαι και να εξαφανιστούν. Κάτι στο βλέμμα της μάνας μου ή ίσως του πατέρα μου… Δε θυμάμαι, πάνε και χρόνια από τότε. Βέβαια, για να τους δώσω και λίγο δίκιο, πρέπει να σας μιλήσω για την εμφάνισή μου ως νεογέννητο. Είχα πολλά και σγουρά μαλλιά, τρίχες και στα δύο μάγουλα, το ένα μάτι μου ήταν κλειστό, τα αυτιά μου ήταν -και είναι- λίγο σαν του Ντάμπο, ενώ για «κερασάκι», είχα έναν ολόμαυρο κώλο. Ναι, καλά διαβάσατε. Μαύρο κώλο. Κατάμαυρο. Πίσσα.

Οι γιατροί προσπάθησαν να καθησυχάσουν τους γονείς μου, αλλά πού να το καταφέρουν. Η γιαγιά μου δεν ήθελε καν να με πάρει αγκαλιά. Μαρτυρίες αναφέρουν πως κορδώθηκε και είπε κατά λέξη: «Ήνταν πον’ τούτον;» Η παιδίατρος που ήρθε την επόμενη μέρα, τους είπε να μην ανησυχούν. «Δεν είναι ότι θα μεγαλώσει και θα γίνει κύκνος», συνέχισε, «αλλά να, μια νύφη θα βρείτε να τον παντρέψετε. Οι τρίχες στα μάγουλα θα πέσουν, το βλέφαρο θα ανοίξει, κι αν είστε θρησκευάμενοι, τώρα ήρθε η ώρα να προσευχηθείτε να μη μεγαλώσουν άλλο τ’ αυτιά του παιδιού. Όσο για τον μαύρο κώλο, θα απλωθεί», κατέληξε. «Τι θα απλωθεί;» ρώτησε η μάνα μου με αγωνία. «Η μελανίνη. Είναι όλη συσσωρευμένη εκεί και σιγά-σιγά θα απλωθεί», τους απάντησε. «Ο Δωρής σας θα γίνει μαυρής». Ευτυχώς είχε δίκιο σε όλα η παιδίατρος. Ή καλύτερα, σχεδόν σε όλα: Η μελανίνη απλώθηκε μεν, αλλά όχι εντελώς. Δεν μπορώ να δω καλά τον κώλο μου αν ακόμα είναι πιο μαύρος, αλλά θα στοιχημάτιζα πως είναι. Αλλιώς δεν ξέρω πώς να εξηγήσω αυτό που παθαίνω τα καλοκαίρια.

Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, κάθε Σεπτέμβρη που άρχιζαν τα σχολεία και επιστρέφαμε από τις διακοπές, με το που με έβλεπαν οι φίλοι μου μου έλεγαν, «Πόπο ρε φίλε! Πώς μαύρισες έτσι;» Οκέι, προφανώς κι όλοι είχαμε μαυρίσει. Άλλοι λίγο, άλλοι πιο πολύ. Μόνο που εγώ η αλήθεια είναι πως είχα κάψει το φιλμ. Κανείς δεν μπορούσε να με φτάσει σε μαύρισμα. Εγώ και οι Κενυάτες, το ένα και το αυτό. Περίμενα τέλος χειμώνα – αρχές άνοιξης, για να μαζευτεί πίσω η μελανίνη μου. Να μείνω εκτός έντονου ήλιου για το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα δηλαδή, ώστε να μου φύγει λίγο η μαυρίλα. Και μετά, με τους πρώτους ανοιξιάτικους ήλιους, πάλι τα ίδια. Θυμάμαι ένα παιδί είχε έρθει πρώτη χρονιά στο σχολείο μας και με ρώτησε σε κάποια φάση αν κάνω σκι. «Από πού κι ως πού, σκι;» τον ρώτησα. «Επειδή κι εγώ μαυρίζω όποτε πάω για σκι», μου εξήγησε «ξέρεις, απ’ τις αντανακλάσεις του ήλιου στο χιόνι…»

Φοιτητής πια, ανέβαινα χαράματα Θεσσαλονίκη με την κλινάμαξα. Έξι η ώρα το πρωί φτάνω κατάκοπος έξω από το σπίτι μου. Ξαφνικά μια γυναίκα μου κλείνει τον δρόμο. «Τι πουλάς;» μου λέει. Όπως κάθε ετοιμόλογος άνθρωπος, όλα τα ωραία που θα μπορούσα να της απαντήσω, τα σκέφτηκα πολύ αργότερα. Εκείνη την ώρα, σήκωσα απλώς το βλέμμα. «Ορίστε;» κατάφερα και ψέλλισα. «Τι πουλάς;» μου ξαναλέει και μου δείχνει το σακ-βουαγιάζ που είχα στην πλάτη. «Αλήθεια τώρα; Με ρωτάς αν πουλάω κάτι;» τη ρώτησα. Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός, σήκωσε το χέρι, έκανε μια κίνηση σαν να διώχνει μύγες πάνω απ’ το φαγητό και προχώρησε. Εγώ έμεινα δυο λεπτά ακόμα στον δρόμο και μετά μπήκα στο σπίτι μου, όπου άρχισα να την «ταπώνω» σε αλεπάλληλους εσωτερικούς διαλόγους.

Μεγάλωσα, βρήκα και νύφη με τη μυωπία και με όλα της. Έμεινε έγκυος. Λίγο πριν γεννηθεί ο μεγάλος μου γιος, για να μην τρομάξει την έπιασα και της είπα τον καημό μου. Ήθελα να μην ανησυχεί που το παιδί θα βγει μαύρο. Δεν χρειαζόταν να επαναληφθούν οι δραματικές σκηνές με τα δικά μου γεννητούρια. «Το μαύρο πάντα υπερισχύει», της είπα με τη σιγουριά που ο Δαρβίνος μιλούσε για τη φυσική επιλογή. Και εμφανίστηκε ο Αντρέας με σταρένια επιδερμίδα και καστανοκόκκινα μαλλιά (Μια φίλη που μας επισκέφτηκε στο μαιευτήριο θυμάμαι, μου είχε πει να μεγαλώσω το παιδί σαν να είναι δικό μου). Περίπου δυο χρόνια μετά, περιμένουμε την άφιξη του Γιάννη. Ίδια κουβέντα. «Αγγελική, την πρώτη φορά δεν έπιασε, αλλά να είσαι σίγουρη πως δεύτερη φορά δεν παίζει να ξαναγίνει…» Κι εμφανίζεται ο Γιάννης με ολόιδια χρώματα όπως ο αδελφός του. Τι έγινε; σκέφτηκα. Πάει το μαύρο μου, ξέφτισε; Πέρασ’ η μπογιά μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά; Δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ επειδή τα παιδιά δεν πήραν από μένα και βγήκαν όμορφα ή αν έπρεπε να κλάψω για τη δεύτερη συνεχόμενη ταπεινωτική μου ήττα.

Ώσπου πριν δυο εβδομάδες μαζευτήκαμε σε ένα μπαράκι καμιά δεκαριά φίλοι απ’ το σχολείο. Ψιλο-ριγιούνιον τύπου. Όλοι συμμαθητές. Μέχρι να κοιμηθούν τα παιδιά άργησα λίγο να πάω κι έτσι ήταν ήδη αρκετοί εκεί. Μπήκα μέσα χαμογελαστός. «Πόπο ρε φίλε! Πώς άσπρισες έτσι;» μου είπε μόλις με είδε ο Βενέτος. Εγώ, ρε φίλε; Εγώ; Ακούν καλά τ’ αυτιά μου; σκέφτηκα προς στιγμήν.

Και μετά κατάλαβα ότι μιλούσε για τα μαλλιά μου…

Leave your Comment

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.