ΑΛΛΟ ένα ογκώδες σκανδιναβικό αστυνομικό βιβλίο, εκεί στο κλασικό πλέον 600άρι σελίδες, το οποίο μου πάσαρε ο πατέρας μου γιατί δεν μπορούσε καν να το κρατήσει στο χέρι. Τι μανία κι αυτή! Όπως και με τις ταινίες. Παλιά ήταν όλες εκεί στο 90λεπτο. Τώρα αν βρεις μια δίωρη λες και ευχαριστώ. Γράψτε δύο βιβλία ρε παιδιά, δεν πειράζει. Συγχύστηκα και παραλίγο να ξεχάσω το πόσο μου άρεσε… 🙂
Ηρωίδα μας η ερευνήτρια Φριεντρίκα Μπέργιμαν. Η ομάδα της, με επικεφαλής τον αστυνόμο Άλεξ Ρεστ, έχει αναλάβει την εξιχνίαση ενός εγκλήματος που συνέβηκε πριν δύο περίπου χρόνια, όταν εξαφανίστηκε ένα νεαρό κορίτσι, η Ρεμπέκα Τρόλε. Δεν υπήρχαν ελπίδες να την βρουν ζωντανή, αλλά τίποτα δεν τους προετοίμαζε γι’ αυτό που θα έβρισκαν, το διαμελισμένο της πτώμα χωρίς καν κεφάλι! Την αναγνώρισε ο Άλεξ από ένα προσωπικό αντικείμενό της που βρέθηκε μαζί, μιας και ήταν αυτός που είχε αναλάβει την υπόθεση αυτή πριν δύο χρόνια. Η υπόθεση γρήγορα περιπλέκεται όταν στην ίδια περιοχή βρίσκεται ακόμα ένα πτώμα, το οποίο δεν είναι το ίδιο εύκολο να αναγνωριστεί, αφού είναι θαμμένο εκεί μερικές δεκαετίες…
(…) Λίγες αυταπάτες στην ιστορία του κόσμου έχουν επικρατήσει περισσότερο από την ιδέα ότι μπορείς να αναπληρώσεις με κάποιον τρόπο σε επόμενο στάδιο το ότι δεν ασχολείσαι με τα παιδιά σου όταν είναι μικρά. Όταν ο Άλεξ βρέθηκε αντιμέτωπος με το φρικτό καθήκον να θάψει τη γυναίκα του, τη μητέρα των παιδιών του, του έγινε ξεκάθαρο ποιος γονιός από τους δύο ήταν πραγματικά κοντά στα παιδιά. Ο γιος του είχε έρθει από τη Νότια Αμερική το καλοκαίρι και είχε μείνει στο πλευρό της μητέρας του μέχρι το τέλος. Σε κάθε χειρονομία του, σε κάθε λέξη του, ο Άλεξ αναγνώριζε τη Λένα. Τον εαυτό του δεν τον είδε ποτέ πουθενά. (…)
Είχα αρκετό καιρό να διαβάσω βιβλίο -και μάλιστα τόσο μεγάλο- που να με κρατάει συνεχώς σε αγωνία. Η πλοκή χτίζεται βήμα-βήμα και ομολογώ πως όχι μόνο δε με κούρασε, αλλά κάπου στεναχωρήθηκα όταν μερικές σελίδες πριν το τέλος είχα καταλάβει πως δεν έχει άλλες ανατροπές. Το μεγαλύτερο όμως ατού του βιβλίου είναι ο τρόπος και το βάθος που έχει αναλύσει η Όλσον τον κάθε χαρακτήρα. Με τόσα που έμαθα για τον καθένα, αισθάνθηκα ως να ήμουν μέλος της οικογένειας τους. Μπράβο της!
(…) Τι είδες, Γίμι;
Έφτανε να μιλήσει κανείς δύο λεπτά με τον Γίμι για να καταλάβει ότι δεν είχε μυαλό ενήλικα. Κι όμως, κάποιος είχε αισθανθεί να απειλείται από τον Γίμι, σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον απαγάγει. Η αγωνία του Πιέντερ έγινε καθαρός τρόμος. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας έτσι όπως καθόταν μέσα στο αυτοκίνητό του. Ένιωθε σίγουρος ότι ο Γίμι δεν είχε χαθεί απλώς, αλλά ότι τον είχε απομακρύνει, χωρίς τη θέλησή του, κάποιος που ήθελε να τον βγάλει από τη μέση. Κάποιος που είχε ήδη διαπράξει αρκετούς φόνους και δεν θα δίσταζε να σκοτώσει ξανά. Ο Πιέντερ ήθελε να κλάψει. Έπρεπε να συνέλθει. Αμέσως. Δεν έπρεπε να σκέφτεται ότι είχε χάσει τη μάχη, δεν έπρεπε να εγκαταλείψει. Όχι ακόμη. Έπρεπε να γυρίσει στα κεντρικά της αστυνομίας και να προσπαθήσει να καταλάβει πώς συνδεόταν η εξαφάνιση του αδερφού του με όλα τα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε χρόνος για ξεκούραση ή για φαγητό. Το μόνο που μετρούσε ήταν να βρουν τον Γίμι. (…)
8ράκι όλο δικό του! 🙂
Εκδόσεις Μεταίχμιο. Βαθμολογία 8/10