Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι- Γκούναρ Στόλεσεν

Μπέργκεν, Νορβηγία, αρχές δεκαετίας του ’80. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Βαργκ Βέουμ συχνάζοντας σε ένα καφέ, πιάνει κουβέντα με τον Χιάλμαρ Νύμαρκ, συνταξιούχο αστυνομικό, ο οποίος του λέει για μια άλυτη υπόθεση πυρκαγιάς σε ένα εργοστάσιο χρωμάτων τη δεκαετία του ’50 με πολλά θύματα. Του αποκαλύπτει πως αν και δεν έχει αποδείξεις, πιστεύει ότι ευθύνεται γι’ αυτό ο Χάγκμαρτ Χέλε, ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου και ότι στην υπόθεση εμπλέκεται και ένας αμείλικτος δολοφόνος που δρούσε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο γνωστός με το παρατσούκλι «Ποντικοφάρμακο»…

(…) Κοίταξα το πρόσωπο της. Δίχως φιλί από το 1953, δίχως να έχει νιώσει τη φυγή στα μονοπάτια της ηδονής, γιατί δεν της ήταν πια απαραίτητο. Γιατί το είχε ζήσει ήδη. Ακουγόταν ρομαντικό – κι ίσως λίγο παλιομοδίτικο. Την τοποθετούσε στην άλλη πλευρά του τείχους των εξήντα χρόνων, ή τουλάχιστον έτσι θα ‘πρεπε. Αλλά για έναν περίεργο λόγο ένιωθα πως την καταλάβαινα, πως υπήρχε κάποιου είδους συγγένεια ανάμεσά μας, έτσι όπως καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο, γύρω από το τραπέζι της κουζίνας: μια γυναίκα κοντά στα εξήντα, που είχε ν’ αγαπήσει από το 1953, κι ένας άντρας με τις πρώτες γκρίζες τρίχες στα μαλλιά του και μια βαθιά νοσταλγία να του αυλακώνει το μέτωπο. (…)

Η ιστορία είναι δουλεμένη και ειδικά ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Βέουμ -τον οποίο ο Στόλεσεν χρησιμοποιεί σε πάνω από δέκα μυθιστορήματα του- είναι βαθιά ανθρώπινος, λίγο σαρκαστικός και σπανίως τρυφερός. Παρατήρησα επιπλέον κάτι, το οποίο και μου επιβεβαίωσε το «αυτάκι» του βιβλίου, όπου γράφει: Το πιο συγκινητικό, όμως, είναι η συμπόνια προς τα θύματα, που η τύχη τους ενδιαφέρει περισσότερο από τη λύση του αστυνομικού αινίγματος. Η λύση στο αίνιγμα έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Όπως προχωρούσε η ιστορία, έπιασα τον εαυτό μου να μην ενδιαφέρεται τόσο για το περιβόητο whodunit και σκέφτομαι εκ των υστέρων πως αυτό ήταν εσκεμμένο. Ακόμα και οι περιγραφές των διάφορων σκηνικών της πόλης και του λιμανιού όλο και μεγαλώνουν όσο προχωράει η πλοκή. Δείχνει να ενδιαφέρει τον συγγραφέα πιο πολύ το να εμβυθίσει τον αναγνώστη στο περιβάλλον παρά να του εξηγήσει τι και πώς. Αυτό είναι κάτι που προσωπικά με χαλάει λίγο, ειδικά δε στην  συγκεκριμένη περίπτωση που είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο το βιβλίο. Αν ήταν σε τρίτο πρόσωπο δε θα με ενοχλούσε, αλλά το να κάνει συνεχώς παρομοιώσεις και να περιγράφει στην αρχή του κεφαλαίου ο ταλαιπωρημένος και ρακένδυτος ιδιωτικός ντετέκτιβ επί 2-3 σελίδες το «περιβάλλον», ε, κάπου δε μου κολλάει.

(…) Ο Σεπτέμβριος έχει μέρες χρυσές σαν μέλι και πρωινά που ο ήλιος πέφτει βαρύς στο παράθυρό σου – σαν ώριμη ερωμένη με πλούσιες καμπύλες και με τη ζέστη του τέλους του καλοκαιριού στις φλέβες. Ο ήλιος παίζει με τα χρώματα, καθώς η ψυχρή ανάσα του Οκτώβρη δεν του βαραίνει ακόμα τους ώμους. Κάτι τέτοιες μέρες ο άνθρωπος πρέπει να ξυπνά με το πάσο του και να μη βιάζεται καθόλου.  (…)

Να, το παραπάνω ας πούμε. Μια χαρά τα λέει αλλά αντί να με κάνει να το νιώσω, είναι τόσο αδύνατο να τα περιγράφει αυτά ένας ντετέκτιβ που σε μένα τουλάχιστον είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Αν ήταν γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, θα του έβαζα μεγαλύτερη βαθμολογία.

Εκδόσεις Πόλις. Βαθμολογία 6/10

 

2 Comments

Leave your Comment

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.