ΑΥΤΟ είναι το δεύτερο βιβλίο του Βέρντον που διαβάζω. Το πρώτο μου είχε αρέσει πάρα πολύ, βρήκα τον κεντρικό του γρίφο εξαιρετικό και έτσι με χαρά και ανυπομονησία ξεκίνησα τώρα και αυτό.
Ήρωας μας και πάλι ο συνταξιοδοτημένος πρώην αστυνομικός Ντέιβ Γκάρνεϊ. Ο Τζακ Χάρντγουικ, πρώην πλέον κι αυτός αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ, που έχασε τη δουλειά του βοηθώντας τον Γκάρνεϊ σε μια παλαιότερη υπόθεση, ζητάει τώρα τη βοήθεια και την εμπειρία του Γκάρνεϊ, να αποδείξουν μαζί πως άδικα κρίθηκε ένοχη για το φόνο του συζύγου της, η πελάτισσα του, Κέι Σπόλτερ. Ο Γκάρνεϊ στην αρχή έχει τις αμφιβολίες του, αλλά αφού πηγαίνει στη φυλακή για να συνομιλήσει μαζί της, αποφασίζει τελικά να εμπλακεί στην υπόθεση. Ο σύζυγος της Κέι ήταν ο Καρλ Σπόλτερ, ανερχόμενος πολιτικός, ο οποίος δολοφονήθηκε από κάποιον ακροβολιστή, την ώρα της κηδείας της μητέρας του. Όλα τα στοιχεία είναι εναντίον της Κέι, η δημοσίως γνωστή εξωσυζυγική της ζωή, τα μαθήματα σκοποβολής, τα χρήματα που κληρονόμησε. Κι όμως, υπάρχουν πάρα πολλά που δεν «δένουν», σημάδια που αγνοήθηκαν ή παραποιήθηκαν από τον αστυνόμο που ανέλαβε την υπόθεση, τον Μικ Κλέμπερ. Και ο Γκάρνεϊ είναι σίγουρος για την αθωότητα της Κέι. Μένει μόνο να το αποδείξει.
(…) Ο Κόσμος της έννομης τάξης, όπως και η φυλακή, αλλάζει όποιον άνθρωπο περάσει χρόνο στη δουλειά. Αυτό το κάνει καλλιεργώντας κάποια χαρακτηριστικά: το σκεπτικισμό, τον υπολογιστικό νου, τον απομονωτισμό και την τραχύτητα. Τα γνωρίσματα αυτά μπορούν να αναπτυχθούν παράλληλα με τάσεις καλοπροαίρετες ή κακοήθεις, ανάλογα με τον χαρακτήρα του ατόμου – τον θεμελιώδη προσανατολισμό της ψυχής του. Ο ένας μπάτσος μπορεί να καταλήξει πεπειραμένος στους τρόπους της πιάτσας, πιστός στους συναδέλφους του και θαρραλέος αποφασισμένος να κάνει καλά τη δουλειά του ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Κι ο άλλος μπορεί να καταλήξει φαρμακερά κυνικός, επικριτικός και απάνθρωπος – αποφασισμένος να εκδικηθεί τον κόσμο για τα προβλήματα που του προξενούσε. Ο Γκάρνεϊ υπέθετε ότι το βλέμμα του Μικ Κλέμπερ καθώς πλησίαζε το παγκάκι, τον τοποθετούσε σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία. (…)
Οι έρευνες τους οδηγούν στον περιβόητο δολοφόνο Πέτρο Πανίκο, γνωστό και ως Πίτερ Παν. Μαθαίνουν πως ο μικρόσωμος Πίτερ Παν, αναλαμβάνει μόνο δύσκολες και ανέφικτες για άλλους δουλειές, πράγμα που τους δυσκολεύει ως προς τα κίνητρα αυτού που τον έβαλε να το κάνει. Και όσο πιο κοντά πλησιάζουν στην ταυτότητα του, τόσο ο θάνατος τους πλησιάζει. Φριχτά εγκλήματα και δολοφονίες ατόμων που θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην υπόθεση, δεν πτοούν τον Γκάρνεϊ, ο οποίος για άλλη μια φορά, όπως του είπε η γυναίκα του Μάντλιν, έλκεται από το μοιραίο.
(…) «Ρώτησα τον Ντένις γι’ αυτό το πουλί», είπε.
«Ποιο πουλί;»
«Αυτό το παράξενο που ακούμε καμιά φορά όταν σουρουπώνει. Το έχουν ακούσει κι ο Ντένις με την Ντίρντρι, και το τσέκαρε στο Συμβούλιο Προστασίας Ορεινής Πανίδας. Του είπαν ότι είναι ένα σπάνιο είδος περιστεριού που ενδημεί μόνο στη βόρεια Νέα Υόρκη και σε μέρη της Νέας Αγγλίας, και μόνο πάνω από ένα ορισμένο υψόμετρο. Οι αυτόχθονες Αμερικανοί της περιοχής το θεωρούσαν ιερό. Το πνεύμα που Μιλά με τους Νεκρούς, έτσι το έλεγαν. Οι σαμάνοι ερμήνευαν τις κραυγές του. Καμιά φορά ήταν κατηγορίες, κι άλλοτε μηνύματα συγχώρεσης».
Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε για το συνειρμό που είχε οδηγήσει τη Μάντλιν στην ιστορία για το πένθιμο περιστέρι. Καμιά φορά ενώ νόμιζε πως είχε αλλάξει θέμα, διαπίστωνε ότι εξακολουθούσε να μιλά για το ίδιο πράγμα. (…)
Αρκετά καλογραμμένο και αυτό το βιβλίο, αλλά όχι τόσο δυνατό όσο το άλλο. Ο Βέρντον ξέρει σίγουρα να γράφει καλά. Οι χαρακτήρες του πάντα είναι ξεκάθαροι, έντονοι και όχι απλώς σκιαγραφημένοι. Διαβάζοντας τους διαλόγους, ξέρεις κάθε φορά ποιος είπε τι, χωρίς τα «είπε ο τάδε». Οι εκφράσεις και το λεξιλόγιο είναι σε κάθε ήρωα διαφορετικά, όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Μου έλειψε πάντως ο ισχυρός γρίφος.
(…) Παρόλο που είχε καταλάβει όσα έβλεπε να συμβαίνουν, ήξερε πως μέρος της αντίληψης αυτής βασιζόταν σε όσα γνώριζε ήδη. Ο Γκάρνεϊ είχε προ πολλού αποδεχτεί μια σημαντική αρχή που αφορούσε τη διαισθητική γνώση: δεν σκεφτόμαστε ό,τι σκεφτόμαστε επειδή βλέπουμε αυτό που βλέπουμε – αλλά βλέπουμε ό,τι βλέπουμε επειδή σκεφτόμαστε αυτό που σκεφτόμαστε. Οι προειλημμένες αντιλήψεις μπορούν εύκολα να υπερκαλύψουν τα οπτικά δεδομένα – ακόμα και να μας κάνουν να βλέπουμε πράγματα που δεν υπάρχουν. (…)
Τέλος, ένα σχόλιο για την μετάφραση του Κορτώ: Στις πρώτες σελίδες, διάβαζα Κορτώ και όχι Βέρντον. Ευτυχώς αυτό κάποια στιγμή ανεπαίσθητα είτε απαλύνθηκε είτε το συνήθισα. Σε κάθε περίπτωση γρήγορα το ξέχασα και ασχολήθηκα με την ίδια την ιστορία. 🙂
Εκδόσεις Διόπτρα. Βαθμολογία 6,5/10