ΤΗΝ Κυριακή που μας πέρασε είχε μετά από καιρό την τέλεια μέρα! Τα παιδιά δεν μαζεύονταν. Ξεκινήσαμε με παιδική χαρά στη γειτονιά, μετά στην πλατεία όπου ο Δήμος είχε οργανώσει μια γιορτή με κλόουν, μάγους, χορευτικά, μαλλί της γριάς, ζωγραφική κ.ο.κ. αλλά κάποια στιγμή ο Αντρέας μούτρωσε. «Τί έγινε;» τον ρώτησα. Δεν απάντησε. Μου γύρισε την πλάτη. «Τί έγινε πάλι; Τί έχασα;», επέμεινα. «Μου είχες υποσχεθεί να πάμε στο Ολυμπιακό στάδιο να παίξουμε μπάλα…» μου είπε ελπίζοντας. «Έλα, πάμε» του είπα. Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του ως διά μαγείας.
Η Αγγελική γύρισε σπίτι να βοηθήσει τη μάνα της που μας είχε τραπέζι κι εγώ πήρα τον Αντρέα και τον Γιάννη, τους έβαλα στο αυτοκίνητο που πάντα έχω μέσα δύο μπάλες –μία για τον καθένα, να μην τσακώνονται- και πήγαμε για καμιά ώρα στο Ολυμπιακό στάδιο. Αφού παίξαμε μπάλα ανάμεσα σε βενζινοκίνητα αυτοκινητάκια που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα και παρακολουθήσαμε έναν αγώνα κρίκετ από μια μεγάλη παρέα ανθρώπων που το χρώμα τους έμοιαζε με το δικό μου –δηλαδή «καφέ», όπως μου διευκρίνισαν τα παιδιά μου όταν τους ρώτησα σχετικά- μαζέψαμε μπάλες, μπουφάν, νερά και προχωρήσαμε προς το αυτοκίνητο. Είχα ανοίξει το πορτ μπαγκάζ και άδειαζα τα χέρια μου όταν άκουσα πίσω μου μια φωνή.
«Συγκνώμη, από ντο πάει για Κηφισιά;»
Γύρισα και είδα μια κοπέλα στα χρώματα μου.
«Η Κηφισιά είναι από δω», της έδειξα.
«Γκια σταθμό τρένου Κηφισιά;»
«Πρέπει να μπεις μέσα από το γήπεδο, να περπατήσεις λίγο, θα ανέβεις εκείνα τα σκαλιά και μετά θα πας προς τα αριστερά»
Την είδα να κοιτάζει προς το γήπεδο και τότε την παρατήρησα. Ήταν πιο μικρή από μένα αλλά ταλαιπωρημένη. Κρατούσε δύο τσάντες στα χέρια και ήταν εμφανώς κουρασμένη. Ίσως της φαίνεται Γολγοθάς, σκέφτηκα.
«Από πού έρχεσαι;»
«Έκασα λεωφορείο και ταξιντζής που πήρα, με άφησε πιο κάτω και είπε πως σταθμός γκια Κηφισιά είναι κοντά. Αλλά περπατάω ώρα…». Σταμάτησε να πάρει ανάσα.
«Θες να έρθεις μαζί μας με το αυτοκίνητο; Να σε πάω στον σταθμό Ηρακλείου;»
Την είδα να το σκέφτεται. Δεν ξέρω αν είχε αμφιβολίες, αλλά υπέθεσα πως μπορεί να φοβόταν να μπει στο αυτοκίνητο ενός ξένου και έτσι της «θύμισα» τα αγόρια. «Έλα Αντρέα, Γιάννη, μπείτε μέσα. Θα πάρουμε μαζί μας και την κυρία. Θα την αφήσουμε στο σταθμό».
«Αλήθεια κύριε; Με πάτε;» μου είπε σχεδόν μην πιστεύοντας πως θα μπορούσε να της συμβεί κάτι τέτοιο.
«Μη με λες κύριο σε παρακαλώ. Είμαι ο Δώρος. Πώς σε λένε;»
«Ειρήνη»
«Έλα Ειρήνη, κάθισε»
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και αφού ξεκινήσαμε έκανα τις συστάσεις.
«Ειρήνη, από δω ο Αντρέας και ο Γιάννης. Παιδιά από δω η κυρία Ειρήνη. Θα την πάμε στον σταθμό. Γιάννη, για δείξε τι ζωγράφισες»
«Ειήνη» (με το «ρ» έχουμε μια δυσκολία ακόμα αλλά είμαστε σε καλό δρόμο) «Δες τι ζωγάφισα!» και της έδειξε ένα αληθινό (!) έργο τέχνης σε κόκκινο καμβά.
«Πολύ ωραίο! Εσύ έφτιαξες;»
«Ναι! Μόνος μου!»
«Εσύ δεν έφτιαξες;» γύρισε προς τον Αντρέα.
«Έφτιαξα, αλλά δεν τα έχω μαζί μου. Έφτιαξα μια μάσκα αποκριάτικη!»
«Μπράβο!»
«Στην Κηφισιά θες να πας, σωστά; Όχι στη λεωφόρο Κηφισίας;» την ρώτησα για σιγουριά.
«Do you speak English?»
«Yes, tell me»
«I wanted to go to Kifissia and as I told you I lost the bus, so I had to take a taxi. But the taxi driver left me some kilometers back and he told me that the station was very close»
«Ok. Don’t worry now. In two minutes we will be there»
«Sure this is not a problem for you?»
«Sure… I’m driving you. I’m not carrying you on my shoulders»
Νομίζω την είδα να χαμογελά.
«Sweet kids», μου είπε μετά από λίγο.
«Ναι, ναι το ξέρω, πήραν από τη μάνα τους», είπα στα ελληνικά επειδή μου βγήκε πιο φυσικά.
Και τότε έκλεισε προς στιγμή τα μάτια, γύρισε το κεφάλι προς τα πάνω και άνοιξε διάπλατα το στόμα, σαν μόλις να βγήκε από την κοιλιά της μάνας της ρουφώντας τον αέρα της πρώτης της ανάσας. Γέλασα κι εγώ, άρχισαν να γελούν και τα παιδιά. Γελούσαμε ακόμη όταν φτάσαμε στο σταθμό.
«Thank you very much. Please tell me your name again. Mr… Dimitri it is?» με ρώτησε ανοίγοντας την πόρτα. Θυμήθηκε το «Μr» πάλι, σκέφτηκα.
«Δώρος»
«Thank you Doros. I want to remember your name. I want to tell my people that today I met someone in Greece how was kind with me for the first time»
«Please don’t say that…»
«It’s true…»
«I understand, but it hurts»
Έκλεισε την πόρτα, φίλησε δυο φορές την παλάμη της στέλνοντας φιλιά στα παιδιά και ανέβηκε τα σκαλιά του σταθμού.
Μπράβο Δώρο μου, γι αυτό που έκανες, γι αυτό που έμαθες στο Ανδρέα και στον Γιάννη και γι αυτό που έγραψες. Εύχομαι κάποια στιγμή τα «αυτονόητα» να γίνουν αυτονόητα και να πάψουν να είναι οι εξαιρέσεις του κανόνα. Σε κάθε περίπτωση χαίρομαι που είσαι μια απο τις «εξαιρέσεις» μου…
Σε φιλώ.
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο