ΜΙΑΣ και ο Μάρκαρης αποφάσισε να βγάλει και τέταρτο βιβλίο ως επίλογο της λεγόμενης τριλογίας της κρίσης, είπα να το διαβάσω. Πάντα μου άρεσε ο Μάρκαρης και έτσι ήμουν σίγουρος πως θα το ευχαριστηθώ. Αλλά έκανα λάθος.
Ήρωας μας φυσικά ο αστυνόμος Χαρίτος. Τον καλούν από την υπηρεσία για μια αυτοκτονία ενός Έλληνα από τη Γερμανία και όταν τους ρωτάει γιατί τον εμπλέκουν, του απαντούν πως η Γερμανική πρεσβεία της Αθήνας έλαβε ένα γράμμα πως δεν πρόκειται για αυτοκτονία αλλά για δολοφονία. Το σημείωμα υπογράφεται από κάποιους ‘Έλληνες του ‘50’ και όταν οι δολοφονίες συνεχίζονται ο Χαρίτος καταλαβαίνει πως πρέπει να δράσει πολύ γρήγορα. Παράλληλα η κόρη του η Κατερίνα γρονθοκοπείται από κάποιους χρυσαυγίτες, επειδή εκπροσωπεί και υποστηρίζει μετανάστες.
(…) Η πρώτη ερώτηση του Γκίκα είναι για την Κατερίνα.
«Δεν της βρήκαν τίποτα σοβαρό και τη βγάζουν σήμερα» του λέω.
«Ευτυχώς» σχολιάζει με φανερή ανακούφιση. «Δεν σου κρύβω ότι χτες τη νύχτα έβλεπα εφιάλτες».
«Δυστυχώς σας έχω κι άλλους» του λέω και του περιγράφω το χτεσινό τηλεφώνημα των χρυσαυγιτών.
Η διάθεση του ανατρέπεται πάραυτα και ο αναστεναγμός που αφήνει δεν είναι πια ανακούφισης, αλλά επερχόμενων προβλημάτων.
«Αυτά είναι τα επακόλουθα της κρίσης» αποφαίνεται μοιρολατρικά.
«Άλλο η κρίση και άλλο το μπάχαλο. Αυτή τη στιγμή οι χρυσαυγίτες μπορεί να έχουν στα χέρια τους ονόματα και διευθύνσεις αντιεξουσιαστών, ονόματα και διευθύνσεις αντιρατσιστών και φακέλους ατόμων που η αστυνομία τους έχει υπό παρακολούθηση. Χτες χτύπησαν την κόρη μου, αύριο θα επιτεθούν σε άλλον, μεθαύριο μπορεί να έχουμε και θύματα. Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε την κρίση με το μπάχαλο». (…)
Η ιστορία ξετυλίγεται πολύ αργά αν και γραμμένη ως συνήθως σε πρώτο πρόσωπο και ενεστώτα που βοηθάει πολύ στην δράση. Έχω την αίσθηση πως δεν χρειαζόταν ο Μάρκαρης να γράψει αυτό τον επίλογο. Καλύτερα να έγραφε για μια νέα εντελώς ιστορία του Χαρίτου, εκτός κρίσης. Δείχνει σαν να το έκανε μόνο και μόνο για να αναφερθεί σε κάτι που ξέχασε ή που σκέφτηκε πως κακώς δεν ανέφερε στα προηγούμενα βιβλία της τριλογίας. Σαν να αισθανόταν για παράδειγμα πως έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με τον απλό κόσμο και τους μετανάστες ή να πει με το όνομα του επιτέλους τους χρυσαυγίτες, πράγμα που απέφυγε στα προηγούμενα βιβλία του – τους έλεγε φουσκωτούς, μαυροντυμένους, φασίστες κ.ο.κ.
(…) Κατεβαίνω πάλι στον τρίτο και φωνάζω τους βοηθούς μου στο γραφείο μου. Τους δίνω να διαβάσουν το χαρτί που πήραμε από τον επιτετραμμένο, για να δω τις αντιδράσεις τους.
«Κάποιος έχει όρεξη για πλάκες» απαντούν με ένα στόμα ο Βλασόπουλος και ο Δερμιτζάκης.
Ο Παπαδάκης δείχνει να το σκέφτεται.
«Κατ’ αρχάς, πώς ξέρουν αυτοί οι ‘Έλληνες του ‘50’ για τον Μακρίδη, Έλληνα από τη Γερμανία; Δεύτερον, ποιος έχει σήμερα στην Ελλάδα όρεξη για τέτοιες πλάκες; Αν ήταν κάποιος Ελλαδίτης και έλεγαν ότι τον αυτοκτόνησε η κρίση, θα το δεχόμουν».
«Και ποιοι είναι αυτοί οι ‘Έλληνες του ‘50’;» απορεί η Κούλα. «Οι ‘Έλληνες του ‘50’ θα πρέπει να είναι σήμερα ογδόντα και βάλε. Και οι ογδοντάρηδες ασχολούνται με έναν Έλληνα εκ Γερμανίας;»
Οι διχασμένες γνώμες των βοηθών μου ενισχύουν την άποψη μου ότι αξίζει να το ψάξω. Λέω στην Κούλα να μου βρει τη διεύθυνση του γραφείου του Μακρίδη. Στον Παπαδάκη και τον Δερμιτζάκη λέω να ετοιμάσουν ένα περιπολικό. Εντάξει, μην το παρακάνουμε με το Σέατ. (…)
Εκτός της ίδιας της θεματογραφίας, στο βιβλίο υπάρχουν τρανταχτά λάθη επιμέλειας. Οι συγγραφείς πολύ συχνά αλλάζουν ονόματα στους ήρωες τους, καθώς προχωρούν στο γράψιμο και μετά πρέπει βέβαια με ένα απλό find-replace να αντικαταστήσουν τα ονόματα σε όλα τα σημεία που αναφέρονται στο χειρόγραφο. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε σε τουλάχιστον δύο σημεία του βιβλίου. Για παράδειγμα:
(…) «Πώς σε λένε;» τη ρωτάω, ενώ κάθομαι στον καναπέ.
«Έλενα… Έλενα Μέσι».
«Είσαι Αλβανίδα;»
«Μάλιστα».
Μπορεί το ‘Άννα» να το κόλλησε στην Ελλάδα. Πολλοί Αλβανοί παίρνουν ελληνικά ονόματα, για να περνάνε τουλάχιστον για Βορειοηπειρώτες.
«Πες μου πώς τον βρήκες, Άννα». (…)
Η ιστορία πάντως κινείται καλύτερα προς το τέλος της αν και τελικά δε με έπεισε – βρήκα αδύνατο το κίνητρο καθώς και την κατάληξη της υπόθεσης. Ο Χαρίτος δείχνει το ίδιο κουρασμένος όσο και ο Μάρκαρης. Ίσως χρειάζονται και οι δύο ένα διάλειμμα. 🙂
Εκδόσεις Γαβριηλίδης. Βαθμολογία 5,5/10
Έχεις απόλυτο δίκηο.Το διάβασα με καθυστέρηση Ιούλιο 2015 μετά από «Το παιχνίδι με τους καθρέφτες» του Αντρέα Καμιλέρι. Μου φάνηκε σε πολλά σημεία σαν κακέκτυπο του τρόπου γραφής του Ιταλού.
Και από λάθη όπως λές, τα περισσότερα που έχω βρεί σε ένα βιβλίο. Πέρα από την Έλανα – Άννα, υπάρχει η δημοσιογράφος που εκεί που φορούσε πάντα ροζ κάλτσες, κατέληξε σε ροζ καλσόν (σ. 69,124,250), η δολοφονία Νικητόπουλου, που αναφέρεται και σαν αυτοκτονία (σ. 71), το Φόρντ Λαγκούνα (σ. 137,144) που είναι Ρενό, ο μαθητής μάρτυρας που αλλάζει συνεχώς όνομα από Στάθης σε Στέλιος (σ.140), ο Παπαδάκης που πρέπει να φέρει τον Σεκλέτη, για τον οποίο δεν ξέρει τίποτα (σ.148), τα 6 γράμματα (σ.188) που αφού διαβαστούν τα 3, έρχεται η σειρά του επόμενου που είναι το 3ο (σ.254) και τελικά είναι συνολικά 5 (σ.260).
Δεν μπορώ να δικαιολογήσω τόση προχειρότητα από τέτοιο συγγραφέα και εκδοτικό οίκο.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!