ΕΧΩ γράψει αρκετές φορές για τις περιπέτειες του Ρίτσερ. Αυτή όμως δεν είναι σαν τις άλλες, γιατί ο Τσάιλντ τον τοποθετεί αρχές του 1990, όταν ακόμη ήταν ένας Ταγματάρχης Στρατονόμος. Η ιστορία έχει πολύ λιγότερη βία, είναι πιο εγκεφαλική και δείχνει έναν Ρίτσερ που αναπόφευκτα πρέπει πλέον να ακολουθήσει κάποιους κανόνες και όχι το κλασικό του “My way or the highway” που ξέρουμε.
Βρισκόμαστε ακριβώς στο μεταίχμιο Παραμονής 1989 με Πρωτοχρονιά 1990. Ο Ρίτσερ αποσύρθηκε εσπευσμένα από μια αποστολή στον Παναμά και έχει φτάσει μόλις δυο μέρες πριν στο στρατόπεδο του Φορντ Μπερντ στη Νότια Καρολίνα. Είναι αξιωματικός υπηρεσίας το βράδυ της παραμονής και ενημερώνεται τηλεφωνικά για τον θάνατο από καρδιακή προσβολή ενός υποστράτηγου σε ένα δωμάτιο ενός μοτέλ στην πόλη. Στην αρχή δεν πιστεύει πως χρειάζεται να εμπλακεί, γιατί ο θάνατος του δείχνει από φυσικά αίτια, αλλά οι ανώτεροι του έχουν άλλη άποψη. Στην έρευνα του ανακαλύπτει πως ο υποστράτηγος έλαβε μέρος σε ένα μυστικό συνέδριο του οποίου δεν μπορεί να βρει την ημερήσια διάταξη, γιατί από το δωμάτιο λείπει ο χαρτοφύλακας του. Ζητάει τη βοήθεια μιας γυναίκας στρατιωτικού, της υπολοχαγού Σάμερ, για να πάνε μαζί να ανακοινώσουν τα δυσάρεστα στη σύζυγο του θύματος. Την βρίσκουν όμως νεκρή…
(…) Όποτε μπορώ, λοιπόν, ρουφώ πληροφορίες. Και άξιζε να ρουφήξεις πληροφορίες από το σπίτι των Κρέιμερ. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό. Ένας χλομός ήλιος το έλουζε και μια αδύναμη αύρα ταξίδευε τη μυρωδιά του καπνού των ξύλων στον αέρα. Το κρύο του απογεύματος ήταν μάλλον έντονο τριγύρω μας. Ήταν από εκείνα τα μέρη όπου θα ήθελες να ζουν ο παππούς και η γιαγιά σου. Θα μπορούσες να το επισκέπτεσαι το φθινόπωρο, να μαζεύεις πεσμένα φύλλα, να πίνεις μηλίτη και να γυρίζεις πάλι το καλοκαίρι για να φορτώσεις ένα κανό στο γέρικο στέισον βάγκον και να ξεκινήσεις για κάποια λίμνη. Μου θύμισε τα τουριστικά βιβλία που μου έδιναν στη Μανίλα, το Γκουάμ και τη Σεούλ.
Μέχρι να μπούμε μέσα. (…)
Ενδιαφέρον έχει και η δευτερεύουσα ιστορία. Ο Τζακ Ρίτσερ μαζί με τον αδελφό του Τζο, επισκέπτονται την άρρωστη μητέρα τους που είναι Γαλλίδα και ζει στο Παρίσι. Ο Ρίτσερ, εκτός από μηχανή επιβολής νόμου, ήταν και γιος μιας μάνας. Όπως τώρα τελευταία που λέω ιστορίες από όταν ήμουν εγώ μικρός στους γιους μου πριν κοιμηθούν. Και συνειδητοποιώ πως δεν ήμουν πάντα μόνο μπαμπάς…
(…) «Είμαι Γαλλίδα», είπε. «Είστε Αμερικανοί. Υπάρχει τεράστια διαφορά. Όταν αρρωσταίνουν οι Αμερικανίδες, εξοργίζονται. Πώς τόλμησε η αρρώστια να χτυπήσει εκείνες; Πρέπει να διορθώσουν το λάθος αμέσως, στο λεπτό. Δεν είναι λόγος να εξοργίζεσαι. Είναι κάτι που συμβαίνει. Πρέπει να συμβεί, δεν το καταλαβαίνετε; Αν δεν πέθαιναν οι άνθρωποι, ο κόσμος θα ήταν σήμερα ασφυκτικά στενάχωρος».
«Το θέμα είναι πότε πεθαίνεις», είπε ο Τζο.
Η μητέρα μου ένευσε καταφατικά.
«Ναι», απάντησε. «Πεθαίνεις όταν έρθει η ώρα σου». (…)
Εκδόσεις BELL. Βαθμολογία 7/10