1Q84 – Χαρούκι Μουρακάμι

1q84ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ αλλά το ομολογώ: Δεν τον ήξερα τον Μουρακάμι. Αν και ήταν και φετινός υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το όνομα του δε μου έλεγε τίποτα. Πριν από περίπου ενάμιση μήνα και με αφορμή ένα Facebook post μου σχετικό με κολύμπι και τρέξιμο, έλαβα το εξής σχόλιο από την ξαδέλφη μου Μαρία: «Ξάδελφε, διάβασες το βιβλίο του Μουρακάμι «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο»;». Δεν ήξερα ούτε το βιβλίο, ούτε τον συγγραφέα και είχα αποφασίσει να τον αναζητήσω. Μπήκα στο διαδίκτυο λοιπόν και διάβασα κάποια βιογραφικά κυρίως στοιχεία, πως είχε ένα τζαζ κλαμπ με τη γυναίκα του και κάποια στιγμή τυχαία μετά από έναν αγώνα μπέιζμπολ που παρακολούθησε, ένιωσε την ανάγκη να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Έτσι άρχισαν όλα. Παράλληλα άρχισε να τρέχει για να διατηρείται σε φόρμα και πλέον τρέχει σε μαραθώνιους σε όλο τον κόσμο (έχει μάλιστα τρέξει και στην κλασική διαδρομή του Μαραθωνίου στην Αθήνα). Την ίδια μέρα πήγα σπίτι του Πόλυ και της Εύας και στο κομοδίνο της Εύας είδα το 1Q84. Το έπιασα στα χέρια μου και μόλις είδα το όνομα του συγγραφέα, ενθουσιάστηκα! Η Εύα μόλις το είχε ξεκινήσει είδε όμως το πάθος και την ένταση στο πρόσωπο μου και θεώρησε πρέπον και σωστό για την ψυχική μου υγεία αλλά βεβαίως και για την ηρεμία της να μου το δώσει να το διαβάσω.

Ήρωες μας ο Τένγκο και η Αομάμε. Βρισκόμαστε στο 1984. Ο Τένγκο είναι μαθηματικός και εργάζεται σε φροντιστήριο. Εκτός από τα μαθηματικά, έχει άλλη μια μεγάλη αγάπη, τη λογοτεχνία. Είναι καλός συγγραφέας και έχει μπει αρκετές φορές στη βραχεία λίστα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, χωρίς όμως ποτέ να το έχει κερδίσει. Μια μέρα, ο φίλος, μέντορας και συνεργάτης του ο Κομάτσου που εργάζεται ως σύμβουλος εκδόσεων, έχει μια ιδέα: Του προτείνει να ξαναγράψει ο ίδιος το μυθιστόρημα «Χρυσαλλίδα του Αέρα» μιας νεαρής δεκαεπτάχρονης της Φουκαέρι, γιατί ενώ έχει πολύ δυνατή ιστορία που θα την έκανε να κερδίσει όχι μόνο το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα αλλά ακόμη και το Ακουταγκάουα (το σπουδαιότερο Ιαπωνικό λογοτεχνικό βραβείο), πάσχει στον τρόπο γραφής και στην γλώσσα. Τα έργα του Τένγκο αντίθετα, ενώ δεν έχουν δυνατή ιστορία, είναι άρτια από αυτή την άποψη. Οπότε θεωρεί πως αν το έγραφε ξανά ο Τένγκο (με τη συγκατάθεση πάντα της Φουκαέρι σε αυτή την «απάτη») θα την βοηθούσαν να κέρδιζε το πρώτο βραβείο. Ενώ στην αρχή ο Τένγκο είναι αρνητικός, γνωρίζοντας την όμορφη, λιγομίλητη και αινιγματική Φουκαέρι που μιλάει με τρόπο επίπεδο, χωρίς ολοκληρωμένες προτάσεις και χωρίς να βάζει ερωτηματικό στο τέλος της κάθε ερώτησης, αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να το ξαναγράψει, μη γνωρίζοντας σε ποια μεγαλύτερη ιστορία μπλέκεται…

(…) Καθώς έφτιαχνε το βραδινό του, κατάλαβε πως του είχε κοπεί εντελώς η όρεξη. Μόλο που πείναγε σαν λύκος πριν από λίγο, τώρα δεν ήθελε να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σκέπασε το φαγητό που είχε μισομαγειρέψει με μια διαφανή μεμβράνη και το έβαλε στο ψυγείο. Μετά κάθισε στην καρέκλα της κουζίνας και ήπιε την μπύρα του σιωπηλά, κοιτώντας το ημερολόγιο στον τοίχο. Του το είχε κάνει δώρο η τράπεζά του και είχε φωτογραφίες του βουνού Φούτζι και στις τέσσερις εποχές. Δεν είχε ανέβει ποτέ στο Φούτζι, ούτε στον Πύργο του Τόκιο, ούτε σε ταράτσα ουρανοξύστη. Ποτέ δεν τον ενδιέφεραν τα ψηλά μέρη. Αναρωτήθηκε γιατί. Ίσως γιατί σε όλη του τη ζωή κοίταζε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. (…)

Η Αμομάμε, είναι μια νεαρή και δυναμική γυναίκα. Ζούσε με την οικογένεια της στην Κοινωνία των Μαρτύρων, μια θρησκευτική κλειστή κοινότητα, μέχρι τα δέκα της χρόνια, ώσπου δεν άντεξε και απέδρασε. Απόφοιτη γυμναστικής ακαδημίας και εξπέρ πολεμικών τεχνών, εργάζεται σε γυμναστήριο όπου γνωρίζεται με την Κυρία. Η τελευταία της προτείνει να την βοηθήσει να εξολοθρεύει άνδρες που δεν πρέπει πλέον να συνεχίσουν να ζουν, γιατί αποδεδειγμένα (;) δεν θα αλλάξουν και θα συνεχίσουν να κάνουν κακό, να καταπιέζουν, να βιάζουν, να δέρνουν, να εκμεταλλεύονται καταστάσεις και ανθρώπους για προσωπικές φιλοδοξίες. Η Αομάμε πλέον εργάζεται ως δολοφόνος.

(…) Τα δάχτυλα της εντόπιζαν τους μυς της Κυρίας έναν προς έναν, σαν να ακολουθούσαν τους δρόμους ενός χάρτη. Θυμήθηκε λεπτομερώς το βαθμό έντασης, σκληρότητας και αντίστασης κάθε μυός, σαν πιανίστας που έχει απομνημονεύσει μια μεγάλη παρτιτούρα. Απομνημόνευε ενδελεχώς ό,τι είχε σχέση με το σώμα. Ακόμη κι αν ξεχνούσε κάτι, το θυμούνταν τα δάχτυλα της. Αν ένιωθε ένα μυ λίγο διαφορετικό απ’ ότι συνήθως, τον διέγειρε από διαφορετικές γωνιές, με διαφορετικούς βαθμούς δύναμης, ελέγχοντας το είδος της αντίδρασης. Ήταν πόνος, ευχαρίστηση ή μούδιασμα; Δε χαλάρωνε απλώς τους κόμπους ενός τραβηγμένου μυός, αλλά έδειχνε και στην Κυρία πώς να τον κινεί μόνη της. Βέβαια, υπήρχαν και σημεία που δεν μπορούσε να τα ανακουφίσει μόνη της η Κυρία και εκεί της έκανε προσεκτικές διατάσεις η Αομάμε. Πάντως, οι μύες εκτιμούσαν περισσότερο και καλοδέχονταν πάνω απ’ όλα την καθημερινή προσπάθεια αυτοΐασης.(…)

Σε κάθε κεφάλαιο διαβάζουμε εναλλάξ την ιστορία του κάθε ήρωα. Στην αρχή δεν φαίνεται να έχουν την οποιαδήποτε σχέση αλλά περίπου στη μέση του βιβλίου καταλαβαίνουμε πως τελικά κάπως θα μπλεχτούν. Σημείο τομής στις ιστορίες των δύο φαίνεται να είναι το ακροαριστερό, επαναστατικό, αγροτικό κοινόβιο Σακιγκάκε που αφότου διέρρηξε τις σχέσεις του με το μαχητικό, μυστικιστικό κομμάτι του, το Ακεμπόνο, έχει πλέον εξελιχθεί (!) σε Θρησκευτικό Νομικό Πρόσωπο, για το οποίο πολύ λίγα πράγματα βγαίνουν έξω από τους κόλπους του. Και ο Τένγκο αλλά και η Αμομάμε κάποια στιγμή και για διαφορετικούς λόγους επιδιώκουν να μάθουν περισσότερα για το Σακιγκάκε, να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει εκεί.

Ωραίο, καλογραμμένο, με πιο δυτική προσέγγιση, καμία σχέση π.χ. με την Γυόκο Ογκάουα που όταν τη διαβάζεις μεταφέρεσαι αυτόματα σε ασιατικά τοπία και νοοτροπίες. Αν έβαζα ελληνικά ονόματα στους ήρωες και τις πόλεις, θα μπορούσα εύκολα να πείσω πως διαδραματίζεται στην Ελλάδα. Διαβάζεται εύκολα και γρήγορα. Γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον από τη στιγμή που αρχίσουν και μπλέκονται οι ιστορίες. Το 1Q84 αποτελείται από τρία βιβλία. Τα παραπάνω βασίζονται στο πρώτο βιβλίο της σειράς και τελειώνοντας το, κατάλαβα πως πρέπει να αγοράσω το δεύτερο τώρα βιβλίο για να μάθω τι θα γίνει μετά. Παρεμπιπτόντως, το τι σημαίνει ο τίτλος το αναφέρει η Αμομάμε σχετικά νωρίς στην ιστορία 😉

Και έτσι για το τέλος, κάτι που με άγγιξε λίγο πιο προσωπικά…

(…) «Τι ακριβώς μου αρέσει στα μαθηματικά με ρώτησες, ε;» Ο Τένγκο πιάστηκε από την ερώτηση μπας και κατάφερνε να τραβήξει τα μάτια του από το στήθος και από τα δάχτυλα της. «Τα μαθηματικά λοιπόν είναι σαν το τρεχούμενο νερό. Αναμφίβολα έχουν και μπόλικη δύσκολη θεωρία, η βασική λογική τους όμως είναι απλούστατη. Όπως το νερό που τρέχει από το ψηλότερο στο χαμηλότερο σημείο, διανύοντας τη μικρότερη απόσταση, έτσι και οι αριθμοί ρέουν προς μια μόνο κατεύθυνση. Αν τα παρατηρήσεις καλά, οι ροή τους σου αποκαλύπτει τα πάντα. Εσύ δεν κάνεις τίποτα, μόνο κάθεσαι και παρατηρείς. Συγκεντρώνεσαι, έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και οι αριθμοί σιγά σιγά σου τα φανερώνουν όλα. Μόνο από τα μαθηματικά έχω νιώσει τέτοια τρυφερότητα στα ζωή μου». (…)

Εκδόσεις Ψυχογιός. Βαθμολογία 7/10

1 Comment

Leave your Comment

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.