ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ να κάνω ένα μικρό διάλειμμα από τα αστυνομικά και έτσι πήρα το δεύτερο βιβλίο του Μακριδάκη από τα τέσσερα που σας έλεγα πως μου είχε δώσει ο κουμπάρος μου ο Στέφανος να διαβάσω για να μπορώ να λέω πως έχω γράψει και κάτι (sic)
Ήρωας μας ο Παναγής, που ζει στο μούρκι του παππού του στο Λειμώνα μαζί με τη γυναίκα του Θεοδοσία και την κόρη τους. Η ζωή του ήταν όπως ακριβώς την είχε σχεδιάσει και ονειρευτεί, εκτός ίσως από το ότι δεν κατάφερε να κάνει γιο να του αφήσει το μούρκι, αλλά ήδη το έχει αφήσει πίσω του αυτό. Αφού έπεισε τη γυναίκα του να πάνε να ζήσουν μακριά από την πόλη λέγοντας της (αλήθεια) πως θα ζούνε καλύτερα εκεί, θα σφάζουν πετεινούς και ρίφια και θα φιλοξενούν συνέχεια συγγενείς και φίλους στο χωριό, πλέον δεν μπορεί να σκοτώσει ζωντανό με τα ίδια του τα χέρια αλλά ούτε και τη Θεοδοσία αφήνει να το κάνει. Και αν καμιά φορά άμα είναι κανείς άρρωστος σφάξει αυτή κανέναν πετεινό να πιούνε το ζουμί του, τσακώνονται και δεν της μιλάει για καιρό. Τον αγαπημένο του πετεινό βρήκε και αυτή να σφάξει;
Πλέον έχει αφήσει τα κτήματα, έχει γίνει κάπελας και ζει λέγοντας ιστορίες στις παρέες που πίνουν πιο πολύ. Παρατηρεί ποια παρέα κατεβάζει το ρακί πιο γρήγορα, παίρνει ένα πεσκέσι και τους το πάει τραβώντας μια καρέκλα να κάτσει μαζί τους. Όλοι τον ξέρουν και διασκεδάζουν με τις ιστορίες του, είτε για τα παλιά τα χρόνια και πως ονόμασε την ταβέρνα «Ο Παράδεισος του Μιχαήλου» όπως έλεγαν τον παππού του, είτε για τότε που φώναξε τον σπερματοχύτη να τον βοηθήσει με την αγελάδα του ή για την ιστορία με τον κούκλο που τον κορόιδεψε και αναγκάστηκε να τον σφάξει.
(…) εσύ το μόνο που θες εκεί είναι ένα φουρνάκι να κάμομε, και δίπλα έναν κρουνό να τηγανίζεις πατάτα και κολοκύθι και μελιτζάνα· το καλοκαίρι σαν που θα τα κόβεις, κλαπ, στο τηγάνι, έκανε και παύση και πήρε ένα ύφος σα να φιλοσοφεί· ρε ξέρεις τι είναι να πάρεις να φας μέσα απ’ τον κήπο σου, να πας να μαζέψεις τα κηπουρικά σου και να κάτσεις να φας; Υπάρχει πιο ευλογία Θεού; (…)
Όλα όμως αλλάζουν όταν μπαίνει μια παρέα τριών φίλων, άγνωστων του οι οποίοι δείχνουν πολύ προσηλωμένοι και συγκεντρωμένοι στις δικές τους κουβέντες. Όταν πήγε να κάτσει κοντά τους για να πει τα δικά του, αυτοί μάλλον δυσανασχέτησαν, γιατί ήθελαν να συνεχίσουν τη δική τους ιστορία για την κρίση και για την απόλυση του φίλου τους. Η κρίση. Αυτή η λέξη κάτι έκανε στον Παναγή. Μόλις άρχισε λοιπόν η δική του κρίση…
(…) αυτός ο ποταμός χυνότανε από τα σωθικά του κείνη τη βραδιά ώσπου έγινε το κακό, σταμάτησε για ν’ ανάψει τσιγάρο κι εκείνη την ώρα έπιασε τα’ αυτί του την κουβέντα που τον εκόρωσε· τι ανεργία και ξανεργία ρε τσαμπουνάτε στον κόσμο, για έλα ρε μες το μούρκι να δεις τι θα πει δουλειά, εδώ μόνο ο ακαμάτης κάθεται, όλοι οι άλλοι δουλεύουνε ρε, εμάθατε να καθούσαστε μες τις πολιτείες και να εισπράττετε τόσα χρόνια γι’ αυτό μιλείτε για χρέη μόνο, γρεβαντωμένοι, ε γρεβαντωμένοι και θέτε τώρα να ξεπουλήσετε και τη χώρα για να ξεχρεώσετε, πάλι για να μη δουλέψετε, για να φάτε τα έτοιμα, αυτά που άφηκαν πίσω τους οι παλιοί (…)
Ο Μακριδάκης έγραψε μια νουβέλα μόλις 90 σελίδων, ευκολοδιάβαστη μέσα σε λίγη ώρα, με συνεχή λόγο και ελάχιστες τελείες. Καταφέρνει πολύ γρήγορα με τον γνωστό δικό του τρόπο και χρησιμοποιώντας όπως πάντα την τοπική διάλεχτο της Χίου -που από όσο έμαθα από τον Στέφανο την χρησιμοποιεί και στον προφορικό του λόγο- να μας μεταφέρει τη δική του σκοπιά για την κρίση και πως (ίσως) θα έπρεπε να την αντιμετωπίσουμε.
Εκδόσεις Εστία. Βαθμολογία 7/10