Στις πέντε Μαρτίου θα κλείναμε μαζί δέκα χρόνια. Αν θυμάσαι, στις τρεις Απρίλη γίνομαι τριάντα εννέα, οπότε μιλάμε για το ένα τέταρτο της ζωής μου ή -αν προτιμάς- περίπου για το ένα δεύτερο της ενήλικης ζωής μου. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, δεν μπορεί να ήσουν απλώς μια γκόμενα ή άλλη μια σχέση, όπως μου καταλόγισες κάμποσες φορές πως έτσι σε αντιμετώπιζα. Ξεκίνησες ως η καψούρα μου. Μετά σε ερωτεύτηκα, σε αγάπησα και ύστερα σε παντρεύτηκα. Πίστεψα πως θα ζούσαμε μαζί όλη μας τη ζωή, μα τώρα… ήρθε η ώρα να χωρίσουμε.
Ξέρω, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά γιατί σε μας; Γιατί τώρα; Πως φτάσαμε ως εδώ; Λόγοι πολλοί και ικανοί, αφορμές περισσότερες. Κάτι που σου είπα, κάτι που μου είπες, ένιωθες πως δε σου έδινα αρκετά, ένιωθα πως πλέον δε με καταλάβαινες. Γνωριζόμασταν άλλωστε αρκετά καλά, για να ξέρουμε πώς να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον. Και φτάσαμε στο τόσο κλασικό αδιέξοδο των καταδικασμένων ζευγαριών: Ο καθένας νόμιζε για τον εαυτό του πως κάνει τον υπέρτατο συμβιβασμό και στον αντίποδα θεωρούσε πως ο άλλος παρέμενε ανένδοτος στις θέσεις του! Δεν είχαμε πλέον σημείο επαφής. Ποτέ δε φταίει μόνο ένας. Φταίξαμε και οι δυο, τώρα πρέπει να πάμε παραπέρα.
Μου είναι πολύ δύσκολο να σου γράφω αυτό το γράμμα, αλλά πρέπει. Πρέπει, γιατί είναι ίσως ένας τρόπος και για τους δυο μας να προχωρήσουμε, να ξεχάσουμε. Όσο και αν το έπαιζα άνετος τις τελευταίες μέρες, cool, πως δεν τρέχει τίποτα, πως η ζωή συνεχίζεται, πως οι καλοί δε χάνονται και πως θα βρούμε το δρόμο μας, τόσο τα βράδια η ψυχή μου, μου θύμιζε την πικρή αλήθεια. Βλέπω εφιάλτες σχεδόν κάθε βράδυ. Όταν ξυπνάω δε θυμάμαι τίποτα, έχω μόνο ταχυπαλμία, την αίσθηση του πανικού, του στρες, πως κάτι δεν πρόλαβα, πως ίσως βιαστήκαμε, πως ίσως δεν κάναμε καλά, ίσως, ίσως, ίσως… Και μετά θυμάμαι…
Θυμάσαι ένα μεσημέρι που νύσταζα πολύ, πήγα στο δωματιάκι, κλείδωσα την πόρτα και έκλεισα τα μάτια μου για δέκα λεπτά να ξεκουραστώ; Θυμάσαι μια άλλη φορά, ένα Σάββατο βράδυ που ξέσπασα σε κλάματα μοναχός μου, επειδή δεν ήξερα τι να κάνω μπροστά στο χαλασμένο μηχάνημα που δεν ξεκινούσε; Ή την άλλη φορά, που με έπιασε τρομερή ταχυπαλμία πριν τη μεγάλη παρουσίαση που οργανώναμε μαζί; Τότε που κρύφτηκα για ώρες στις σκάλες του κλιμακοστασίου για να αποφύγω αυτούς που με έψαχναν; Τότε που χτύπησε ο συναγερμός στις δώδεκα το βράδυ και ήρθα να ψάξω αν μπήκε κανείς μέσα να κλέψει; Τότε που χάσαμε τη δίκη που ήμουν μάρτυρας; Όταν χορεύαμε ασταμάτητα στη Τζια;
Αλήθεια, θυμάσαι έστω κάτι απ’ όλα αυτά; Πες μου, θυμάσαι;
Ξέρω, είναι πάρα πολλές οι στιγμές, καλές και κακές, δύσκολο να απομονωθούν, δύσκολο τελικά να ξεχαστούν. Προσπάθησα να μη σου γράψω άλλο ένα κλασικό αποχαιρετιστήριο γράμμα. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Δε θέλω να με συγχωρήσεις, δεν το έγραψα άλλωστε για σένα. Το έγραψα για μένα, για να λυτρωθώ.
Μήπως μπορέσω επιτέλους ένα βράδυ να κοιμηθώ…
(Αφιερωμένο στους συναδέλφους της «πρώην αγαπημένης» μου… δουλειάς!)
Μετά από ένα χρόνο περίπου θα κοιμάσαι και εσύ καλύτερα όπως και εγώ, αλήθεια περίεργο, και εγώ που νόμιζα ότι χρειαζόμουν ψυχανάλυση, τελικά αυτό που χρειαζόμουν ήταν το «διαζύγιο»….. έστω και υποχρεωτικό…….
Georgia
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Λιτό αλλά καλό.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!