Καθηλωτικό. Ξέρω, κλισέ, αλλά τι να κάνω; Η Ντόναχιου δικαίως ήταν υποψήφια για το Booker το 2010. Είχε γράψει ήδη αρκετά βιβλία και είχε κερδίσει και κάποια βραβεία, παρόλα αυτά τίποτα δεν προμήνυε τη συνέχεια.
Κεντρικός ήρωας μας ο Τζακ, ένα πεντάχρονο αγόρι που ζει φυλακισμένο με τη μαμά του στο δωμάτιο, έναν ειδικά διαμορφωμένο και ηχοαπομονωμένο χώρο στην αυλή ενός σπιτιού. Πριν από έξη χρόνια η μητέρα του έπεσε θύμα απαγωγής, βίαιου εγκλεισμού και αλλεπάλληλων βιασμών. Από το στόμα του Τζακ, ακούμε όλα όσα σκέφτεται, όλα όσα ακούει και ό,τι λέει και κινούμαστε συνεχώς μεταξύ δράματος, θυμού, στεναχώριας, αγωνίας και χαμόγελου. Το δωμάτιο είναι όλος ο κόσμος του. Ο αγαπημένος του κόσμος. Έχει όλα όσα πιστεύει πως χρειάζεται, τη μαμά του, τα παιχνίδια του, την τηλεόραση, το κυριακάτικο δώρο του και μόνο αρνητικό το ΣαταΝίκ που όταν επισκέπτεται τη μαμά του τα βράδια, κρύβεται στη ντουλάπα και μετράει τα τριξίματα του. Έτσι, όταν η μαμά του έχει ένα σχέδιο για να αποδράσουν, δεν καταλαβαίνει ακριβώς το γιατί…
Προφανώς και η μεγάλη δύναμη του μυθιστορήματος είναι το εύρημα της αφήγησης από το στόμα ενός πεντάχρονου αγοριού. Η ιστορία εμπνέεται από αληθινά γεγονότα, αλλά η απόδοση της από τον Τζακ είναι πραγματική βόμβα. Σκέψεις αγνές και απλοϊκές, λεξοπλασίες, έντονα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Όπως λέει και η συγγραφέας σε συνέντευξη της, ήταν ένα απαραίτητο τρικ ώστε να μπορέσει ο αναγνώστης να παρακολουθήσει την πλοκή μέχρι τέλους μη αφήνοντας τη φόρτιση και την ένταση να τον καταβάλουν.
Τέλος, δεν μπορείς να μη συμπονέσεις τη μαμά του. Τραγική φιγούρα, πλάθει όλο το μαγικό κόσμο του παιδιού της προστατεύοντας το από την αγριότητα, την αλήθεια, όπως και οι δικές μας μανάδες, που ξεχνάνε όλο το εγώ τους για μας. Και αυτό δεν το κάνουν στιγμιαία ή παροδικά. Το κάνουν για πάντα. Έτσι, απλά, φυσικά…
(…) Κοιτάζω κάτω τη Μοκέτα, με τα κόκκινα και τα καφέ και τα μαύρα της να τυλίγονται ζιγκ ζαγκ το ένα γύρω απ’ τ’ άλλο. Να ο λεκές που μου χύθηκε κατά λάθος όταν γεννιόμουνα. «Έκοψες το κορδόνι και ήμουνα ελεύθερος», λέω στη Μαμά. «Κι ύστερα έγινα αγόρι».
«Για την ακρίβεια, ήσουν ήδη αγόρι». Σηκώνεται από το Κρεβάτι και πάει στον Θερμοστάτη να ζεστάνει τον αέρα.
Δε νομίζω ότι ήρθε χθες βράδυ μετά τις εννιά, ο αέρας είναι πάντα αλλιώτικος άμα ήταν εδώ. Δε ρωτάω, γιατί δεν της αρέσει να μιλάει γι’ αυτόν. (…)
Εξαιρετική η μετάφραση της Έφη Τσιρώνη. Έκανε τρομερή δουλειά. Τρομερή.
Εκδόσεις Ψυχογιός. Βαθμολογία 8/10