Η Δεξιά Τσέπη του Ράσου – Γιάννης Μακριδάκης

i-dexia-tsepi-tou-rasouΟ δις κουμπάρος μου Στέφανος, πρώην καπετάνιος που τον έπιασαν και πειρατές -άμα τον πετύχετε, πείτε του να σας πει την σχετική ιστορία- έχει τέσσερις αγάπες: Τη χώρα του τη Χίο, τον σκύλο μας τον Κούκη, τη βαφτιστήρα μου Άννα και τη γυναίκα-του-κουμπάρα-μου Νατάσα (η σειρά είναι τυχαία… αλλά μπορεί και όχι). Ο κάπταν Στέφανος λοιπόν, που έχει ξενιτευτεί στα Λονδίνα, μου παραπονιέται πως γράφω συνεχώς για βιβλία, αλλά δεν αναφέρω τη Χίο. Έτσι μια μέρα μου έφερε τέσσερα βιβλία και μου είπε «ωραία όλα αυτά που γράφεις, αλλά άμα δεν γράψεις για το Μακριδάκη, δεν έχεις γράψει τίποτα». Τι να κάνω κι εγώ, άνθρωπος είμαι, επηρεάστηκα…

Ήρωας μας ο Βικέντιος, ο τελευταίος μοναχός της Παναγιάς τ’ Ακρωτηριού, ενός μοναστηριού στα βορινά του νησιού. Τη μέρα που πεθαίνει ο αρχιεπίσκοπος, γεννάει η σκυλίτσα του Σίσσυ τρία κουταβάκια, αλλά πεθαίνει στη γέννα. Έτσι χάνεται και η τελευταία συντροφιά του, η αγάπη του, ο λόγος που δεν έχει τρελαθεί ολομόναχος εκεί μέσα. Δεν αντέχει να είναι άλλο μόνος. Δεν συγχωρεί το γέροντα που έδιωξε σιγά-σιγά όλους τους μοναχούς. Η κακή του τύχη τον θέλει πάλι μόνο του, να προσπαθεί να κρατήσει στη ζωή έστω και ένα κουταβάκι, να αναστήσει το διάδοχο της Σίσσυς, να έχει και πάλι μια συντροφιά. Χωρίς να μετανιώνει που έγινε μοναχός, ανατρέχει συχνά στο παρελθόν και θυμάται καλές και κακές στιγμές της ζωής του. Θυμάται ξανά όταν του την πρωτόφερε ο Μάρκος, χωριανός που τον βοηθούσε και στις δουλειές, και μαζί θυμάται τα νιάτα του, όταν παιδάκι ακόμη έκανε λειτουργίες μόνος του στο σπίτι και όταν μετά δεκαεφτά χρονών παλληκάρι πήγε στο μοναστήρι και γνώρισε τον σκληρό γέροντα…

Διαβάζω πως ο συγγραφέας είναι Μαθηματικός και όπως έχω ξαναπεί, αυτό με επηρέασε a priori θετικά. Όντως όμως τελικά διάβασα μια γλυκιά ιστορία γραμμένη στην τοπική διάλεχτο, με συνεχή πηγαινέλα μεταξύ των δύο θανάτων και την οδύνη του Βικέντιου, όχι για το χαμό του Αρχιεπίσκοπου αλλά για το χαμό της Σκυλίτσας του.

Μια σημειολογική νουβέλα, για μοναχούς και… μονάχους!

(…) Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, έφτανε η ώρα του ποσταλιού, όταν ο Μάρκος του έφερε τη μικρή σκυλίτσα. Την καλοδέχτηκε και την ονομάτισε αμέσως Σίσσυ. Ήταν τ’ όνομα του μόνου κοριτσιού που ήξερε, που κάτι είχε σκιρτήσει μέσα του για κείνο προτού αφιερωθεί στον Θεό, που θα μπορούσε να το ‘χε φιλήσει μια μέρα της πρώιμης νιότης του και να’ ξερε τώρα κι αυτός τι γεύση έχουνε τα χείλη του σατανά (…)

Εκδόσεις Εστία. Βαθμολογία 7/10

1 Comment

Leave your Comment

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.