ΜΕ πλησίασε… Ψηλός, γεροδεμένος, βλέμμα σταθερό, κατευθείαν στον στόχο:
– Πού πονάς;
– Παντού
Σιωπή… Μια ανάσα, δυο ανάσες… πάμε ξανά.
– Κάπου σε ξέρω… Έχεις ξανάρθει εδώ;
– Δε θυμάμαι… Mπορεί, ίσως πιο παλιά…
Πώς να του το πω; Από πού ν’ αρχίσω; Θεέ μου… Γιατί αυτός; Γιατί τώρα;
– Βγάλε την μπλούζα σου
– Δυο ερωτήσεις και μια πρόστυχη προσταγή, δεν είναι τρόπος αυτός να ξεκινήσει μια σχέση.
– Τι είπες;
– Τρίτη ερώτηση…
Γελάμε… Όπως παλιά… Θυμήθηκε άραγε; Βγάζω την μπλούζα μου και περιμένω, σίγουρη πλέον… Κοιτάζει, βλέμμα σταθερό, κατευθείαν στον στόχο, παγώνει… Μια ανάσα, δυο ανάσες, τρεις…
– Δε χρειάζεται να το κοιτάς περισσότερο, αυτό είναι, το δικό μας…
– …Πάμε να φύγουμε…
– Να πάμε πού;
– Κάπου, οπουδήποτε, όχι εδώ!
Στο αυτοκίνητο με ρώτησε αυτό που φοβόμουν, το «Γιατί», γιατί εκείνο, γιατί το άλλο, γιατί έφυγα, γιατί τον άφησα, γιατί έτσι, γιατί γύρισα… Δε μου έμειναν ανάσες.
– Γύρισα αγάπη μου.